Λεόν ΤρότσκιΗ ηθική τους και η ηθική μαςΜέρος B΄Προηγούμενο: Μέρος A΄ Επόμενο: Οι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο Μαρξισμό |
Ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τους ριζοσπάστες δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν αφομοιώσει τις μέθοδες της υλιστικής ερμηνείας των γεγονότων και που θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή. Αυτό, ωστόσο, δεν τους εμποδίζει να μένουν αστοί δημοσιογράφοι, καθηγητές ή πολιτικοί. Δεν μπορεί, βέβαια, να διανοηθεί κανείς έναν μπολσεβίκο χωρίς την υλιστική μέθοδο και στη σφαίρα επίσης της ηθικής. Μα αυτή η μέθοδος του χρησιμεύει όχι απλά για την ερμηνεία των γεγονότων, αλλά για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου. Και είναι αδύνατο να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον δίχως την πλήρη ανεξαρτησία από την μπουρζουαζία και την ηθική της. Ωστόσο, η αστική κοινή γνώμη βασιλεύει ακόμα και σήμερα παντοδύναμη στο επίσημο εργατικό κίνημα, από τον Γουίλιαμ Γκριν στις Ενωμένες Πολιτείες, τον Λεόν Μπλουμ και τον Μορίς Τορέζ στη Γαλλία, μέχρι τον Γκάρθια Όλιβερ στην Ισπανία. Στο γεγονός αυτό ο αντιδραστικός χαρακτήρας της τωρινής περιόδου φτάνει στην οξύτερή του έκφραση.
Ένας επαναστάτης μαρξιστής δεν μπορεί να προσεγγίσει την ιστορική του αποστολή δίχως νά Άχει ξεκόψει ηθικά από την αστική κοινή γνώμη και τους πράκτορές της μέσα στο προλεταριάτο. ΓιΆ αυτό χρειάζεται ένα ηθικό θάρρος διαφορετικού διαμετρήματος από εκείνο που απαιτείται για νΆ ανοίγεις διάπλατα το στόμα σου στις συγκεντρώσεις και να φωνάζεις: «Κάτω ο Χίτλερ! Κάτω ο Φράνκο!». Και είναι αυτή ακριβώς η αποφασιστική, ολοκληρωτική στην έκτασή της, και άκαμπτη ρήξη των μπολσεβίκων με τη συντηρητική ηθική φιλοσοφία όχι μόνο της μεγάλης, αλλά και της μικρομπουρζουαζίας που τρομοκρατεί θανάσιμα τους δημοκράτες φρασεοκόπους, τους προφήτες των σαλονιών και τους ήρωες των παρασκηνίων. ΑπΆ αυτό απορρέουν οι μομφές τους για τον «αμοραλισμό» των μπολσεβίκων.
Το ότι ταυτίζουν την αστική ηθική με την ηθική «γενικά», αυτό κάλλιστα μπορεί να επαληθευτεί αν ρίξουμε μια ματιά στην άκρα αριστερή πτέρυγα των μικροαστών και συγκεκριμένα στα κεντριστικά κόμματα του λεγόμενου Γραφείου του Λονδίνου. Μια που η οργάνωση αυτή «αναγνωρίζει» το πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, οι διαφωνίες μας μαζί της φαίνονται, από πρώτη ματιά, σαν δευτερεύουσες. Στην πραγματικότητα, η «αναγνώρισή» τους είναι χωρίς αξία, γιατί δεν τους δεσμεύει σε τίποτε. «Αναγνωρίζουν» την προλεταριακή επανάσταση όπως αναγνώριζαν οι καντιανοί την κατηγορική προσταγή, δηλαδή σαν μια ιερή αρχή που όμως είναι ανεφάρμοστη στην καθημερινή ζωή. Στη σφαίρα της πρακτικής πολιτικής, ενώνονται με τους χειρότερους εχθρούς της επανάστασης (τους ρεφορμιστές και τους σταλινικούς) στον αγώνα ενάντιά μας. Όλη τους η σκέψη είναι διαποτισμένη από διπλοπροσωπία και ψευτιά. Αν οι κεντριστές, κατά γενικό κανόνα, δεν έχουν φτάσει στο σημείο να κάνουν εγκλήματα, είναι γιατί μένουν πάντοτε στο περιθώριο της πολιτικής: είναι, για να το πούμε έτσι, οι πορτοφολάδες της ιστορίας. ΓιΆ αυτό το λόγο πιστεύουν πως η αποστολή τους είναι να αναγεννήσουν το εργατικό κίνημα με μια καινούρια ηθική.
Στην άκρα αριστερή πτέρυγα της «αριστερής» αυτής αδελφότητας στέκεται μια μικρή και πολιτικά εντελώς ασήμαντη ομάδα γερμανών εμιγκρέδων που βγάζουν την εφημερίδα «Ο Νέος Δρόμος». Ας σκύψουμε κι ας αφουγκραστούμε τους «επαναστάτες» αυτούς κατήγορους του μπολσεβίκικου αμοραλισμού. ΣΆ έναν τόνο διφορούμενου ψευτοέπαινου, «Ο Νέος Δρόμος» δηλώνει ότι οι μπολσεβίκοι ξεχωρίζουν από τα άλλα κόμματα γιατί δεν είναι υποκριτές –διακηρύσσουν ανοικτά αυτό που οι άλλοι εφαρμόζουν αθόρυβα στην πράξη, δηλαδή την αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αλλά σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του «Νέου Δρόμου», μια τέτοια «αστική» αρχή είναι ασυμβίβαστη με ένα «υγιές σοσιαλιστικό κίνημα». «Το ψέμα και άλλα χειρότερα δεν είναι μέσα που επιτρέπονται στον αγώνα, όπως ο Λένιν τα θεωρούσε ακόμα». Η λέξη «ακόμα» σημαίνει προφανώς πως ο Λένιν δεν τα κατάφερε να κατανικήσει τις αυταπάτες του μόνο και μόνο γιατί δεν πρόλαβε να ζήσει ως την ανακάλυψη αυτή του «Νέου Δρόμου».
Στη φόρμουλα «το ψέμα και άλλα χειρότερα», το «χειρότερα» σημαίνει προφανώς τη βία, το φόνο κλπ., μια που, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, η βία είναι χειρότερη από το ψέμα –και ο φόνος η ακρότατη μορφή βίας. Έτσι, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι το ψέμα, η βία και ο φόνος είναι ασυμβίβαστα με ένα «υγιές σοσιαλιστικό κίνημα». Ποια είναι, όμως, η σχέση μας με την επανάσταση; Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η πιο άγρια μορφή πολέμου. Και είναι αδιανόητος όχι μονάχα χωρίς βία ενάντια σε τρίτα πρόσωπα, αλλά, με τη σύγχρονη τεχνική, και χωρίς το σκοτωμό γερόντων και γυναικόπαιδων. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε την Ισπανία; Η μόνη δυνατή απάντηση των «φίλων» της Δημοκρατικής Ισπανίας ηχεί περίπου έτσι: ο εμφύλιος πόλεμος είναι καλύτερος από τη φασιστική σκλαβιά. Αλλά αυτή η πέρα για πέρα σωστή απάντηση σημαίνει μονάχα ότι ο σκοπός (Δημοκρατία ή Σοσιαλισμός) δικαιολογεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, τέτοια μέσα όπως είναι η βία και ο φόνος. Για τα ψέματα βέβαια δεν γίνεται λόγος! Χωρίς ψέματα ο πόλεμος θα ήταν αδιανόητος –σαν μια μηχανή χωρίς πετρέλαιο. Για να προστατεύσει ακόμα και τη σύνοδο των Κορτές* (1η Φλεβάρη 1938) από τις φασιστικές βόμβες, η κυβέρνηση της Βαρκελώνης εξαπάτησε πολλές φορές εσκεμμένα τους δημοσιογράφους και τον ίδιο της το λαό. Μπορούσε να ενεργήσει με άλλον τρόπο; Εκείνος που δέχεται το σκοπό: τη νίκη ενάντια στον Φράνκο, οφείλει να δεχτεί και το μέσο: τον εμφύλιο πόλεμο με τα επακόλουθά του –τη φρίκη και τα εγκλήματα.
Παρόλα αυτά, το ψέμα και η βία, «αυτά καθεαυτά», πρέπει να καταδικαστούν; Φυσικά, όπως ακριβώς και η ταξική κοινωνία που τα γεννάει. Μια κοινωνία χωρίς ταξικές αντιφάσεις θα είναι φυσικά μια κοινωνία χωρίς ψέματα και βία. Όμως, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να χτίσουμε μια γέφυρα που να φέρνει σΆ αυτήν την κοινωνία πέρα από την επανάσταση, δηλαδή τα βίαια μέσα. Η επανάσταση αυτή καθεαυτή είναι προϊόν της ταξικής κοινωνίας και αναγκαστικά φέρνει μέσα της τα χαρακτηριστικά της. Από την άποψη των «αιώνιων αληθειών» η επανάσταση είναι βέβαια «αντι-ηθική». Αλλά αυτό σημαίνει απλά ότι η ιδεαλιστική ηθική είναι αντεπαναστατική, δηλαδή στην υπηρεσία των εκμεταλλευτών.
«Ο εμφύλιος πόλεμος», θα απαντήσει ίσως ο παγιδευμένος στην άγνοια φιλόσοφος, «είναι, ωστόσο, μια θλιβερή εξαίρεση. Αλλά σε ειρηνικές περίοδες ένα υγιές σοσιαλιστικό κίνημα θα πρέπει να τα καταφέρνει χωρίς βία και ψέματα». Μια τέτοια απάντηση, όμως, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο από μια παθητική υπεκφυγή. Δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην «ειρηνική» ταξική πάλη και την επανάσταση. Κάθε απεργία κλείνει μέσα της σε εμβρυακή μορφή όλα τα στοιχεία του εμφυλίου πολέμου. Κάθε πλευρά πασχίζει να εντυπωσιάσει τον αντίπαλο με μια διογκωμένη εικόνα για την αγωνιστική της αποφασιστικότητα και για τα υλικά της μέσα. Με τον Τύπο τους, τους πράκτορες και τους σπιούνους τους, οι καπιταλιστές προσπαθούν να τρομοκρατήσουν και να αποθαρρύνουν τους απεργούς. Από την πλευρά τους, οι απεργιακοί φρουροί, όπου δεν φτάνει η πειθώ, αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία. Έτσι, «το ψέμα και άλλα χειρότερα» αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ταξικής πάλης ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της. Εκείνο που μένει να προσθέσουμε είναι ότι η ίδια η αντίληψη για την αλήθεια και το ψέμα γεννιέται από τις ταξικές αντιφάσεις.
Ο Στάλιν συλλαμβάνει και τουφεκίζει τα παιδιά των αντιπάλων του, αφού οι αντίπαλοι του αυτοί έχουν ήδη εκτελεστεί με ψεύτικες κατηγορίες. Με τη βοήθεια του θεσμού των οικογενειακών ομήρων, ο Στάλιν υποχρεώνει εκείνους τους σοβιετικούς διπλωμάτες που επιτρέψανε στον εαυτό τους μια έκφραση αμφιβολίας για το αλάθητο του Γιαγκόντα ή του Γιέζοφ να γυρίσουν από το εξωτερικό. Οι ηθικολόγοι του «Νέου Δρόμου» θεωρούν αναγκαίο και, με την ευκαιρία αυτή, επίκαιρο να μας υπενθυμίσουν το γεγονός ότι ο Τρότσκι το 1919 εισηγήθηκε «επίσης» ένα νόμο για τους ομήρους. Αλλά εδώ γίνεται αναγκαίο να παραθέσουμε κατά λέξη: «Η σύλληψη αθώων συγγενών από τον Στάλιν είναι μια αηδιαστική βαρβαρότητα. Αλλά ήταν το ίδιο βαρβαρότητα όταν υπαγορευόταν από τον Τρότσκι (1919)». Να ο ιδεαλιστής ηθικολόγος σΆ όλη του την ομορφιά! Τα κριτήριά του είναι τόσο ψεύτικα όσο και οι κανόνες της αστικής δημοκρατίας –υποτίθεται πως στις δυο αυτές περιπτώσεις υπάρχει κάποια ομοιότητα, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε ίχνος απΆ αυτήν.
Δεν θα επιμείνουμε εδώ στο γεγονός ότι το Διάταγμα του 1919 σπάνια οδήγησε έστω και σε μια εκτέλεση συγγενούς των τσαρικών εκείνων στρατηγών που η δολιότητά τους όχι μόνο κόστισε την απώλεια αναρίθμητων ανθρώπινων υπάρξεων, αλλά και απείλησε την ίδια την επανάσταση με άμεση εκμηδένιση. Σε τελευταία ανάλυση το ζήτημα δεν είναι αυτό. Αν η επανάσταση είχε δείξει λιγότερη περιττή γενναιοψυχία από την πρώτη της στιγμή, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές θα είχαν σωθεί. Έτσι ή αλλιώς παίρνω πάνω μου ολόκληρη την ευθύνη για το Διάταγμα του 1919. Ήταν ένα αναγκαίο μέτρο στην πάλη ενάντια στους καταπιεστές. Μόνο μέσα στο ιστορικό περιεχόμενο αυτής της πάλης βρίσκεται η δικαίωση του Διατάγματος, όπως γενικά η δικαίωση ολόκληρου του εμφυλίου πολέμου που, επίσης, μπορεί να χαρακτηριστεί, κι όχι αβάσιμα, «αηδιαστική βαρβαρότητα».
Αφήνουμε σε κάποιον Εμίλ Λούντβιχ ή στους όμοιούς του να φτιάξουν το πορτρέτο του Αβραάμ Λίνκολν με μικρές ροζ φτερούγες. Όλη η αξία του Λίνκολν βρίσκεται στο ότι δεν δίστασε μπροστά στα πιο σκληρά μέσα –μόλις τα βρήκε αναγκαία– για να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο ιστορικό σκοπό που έμπαινε στην ημερήσια διάταξη από την ανάπτυξη ενός νεαρού έθνους. Το ζήτημα ακόμα δεν βρίσκεται στο ποιο από τα εμπόλεμα στρατόπεδα προκάλεσε ή είχε το μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. Η ιστορία έχει διαφορετικά μέτρα και σταθμά για την ωμότητα των Βορείων και την ωμότητα των Νοτίων στον Εμφύλιο Πόλεμο. Ας μην τολμήσουν οι κατάπτυστοι ευνούχοι να μας πουν ότι ένας δουλοκτήτης, που με την πονηριά και τη βία κρατάει έναν δούλο αλυσοδεμένο, και ένας δούλος, που με την πονηριά ή τη βία σπάζει τις αλυσίδες του, μπορεί να είναι ίσοι μπροστά σε ένα δικαστήριο ηθικής!
Όταν η Παρισινή Κομμούνα πνίγηκε στο αίμα και οι αντιδραστικοί υποκριτές όλου του κόσμου σύρανε τη σημαία της στη λάσπη του εξευτελισμού και της συκοφαντίας, δεν ήταν λίγοι οι δημοκράτες φιλισταίοι που, προσαρμοζόμενοι στην αντίδραση, επικρίνανε τους κομμουνάρους γιατί τουφέκισαν 64 ομήρους με πρώτο τον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού. Ο Μαρξ δεν δίστασε ούτε στιγμή να υπερασπίσει αυτή την αιματηρή πράξη της Κομμούνας. Σε μια εγκύκλιο που έβγαλε το Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς, όπου κόχλαζε η έτοιμη να ξεχυθεί λάβα, ο Μαρξ μας θυμίζει πρώτα ότι η μπουρζουαζία υιοθετεί το θεσμό των ομήρων τόσο στον αγώνα ενάντια στους αποικιακούς λαούς όσο και ενάντια στις δικές της εργαζόμενες μάζες και ύστερα αναφέρεται στη συστηματική εκτέλεση των αιχμαλώτων κομμουνάρων από τους ξέφρενους αντιδραστικούς. Και συνεχίζει:
«...Η Κομμούνα για να προστατέψει τη ζωή τους (των αιχμαλώτων) ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει στην πρωσική πρακτική της σύλληψης ομήρων. Η ζωή των ομήρων πληρώθηκε ξανά και ξανά με το συνεχιζόμενο τουφεκισμό αιχμαλώτων απομέρους των Βερσαγιέζων. Πώς θα μπορούσαν να τους κρατήσουν στη ζωή ύστερα από τη σφαγή με την οποία οι πραιτοριανοί του Μακ-Μαόν γιόρτασαν την είσοδό τους στο Παρίσι; Η ύστατη εγγύηση ενάντια στην ανενδοίαστη θηριωδία των αστικών κυβερνήσεων –η σύλληψη ομήρων– έπρεπε να αποδειχτεί ένα φιάσκο;».
Έτσι υπερασπίστηκε ο Μαρξ την εκτέλεση των ομήρων, παρόλο που, πίσω από την πλάτη του, στο Γενικό Συμβούλιο, κάθονταν όχι λίγοι Φένερ Μπροκγουέι, Νόρμαν Τόμας και άλλοι Ότο Μπάουερ. Αλλά ήταν τόσο νωπή η αγανάκτηση του παγκόσμιου προλεταριάτου ενάντια στη θηριωδία των Βερσαγιέζων ώστε οι ηθικολογικά μαθητευόμενοι αντιδραστικοί προτίμησαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, περιμένοντας πιο ευνοϊκούς καιρούς –που, αλίμονο, δεν άργησαν νά Άθρουν. Μόνο ύστερα από τον οριστικό θρίαμβο της αντίδρασης οι μικροαστοί ηθικολόγοι, μαζί με τους γραφειοκράτες των συνδικάτων και τους αναρχικούς αερολόγους, κατέστρεψαν την Πρώτη Διεθνή.
Όταν η Οκτωβριανή Επανάσταση αμυνόταν ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού σε μέτωπο πέντε χιλιάδων μιλίων, οι εργάτες όλου του κόσμου παρακολουθούσαν την πορεία της πάλης με τόση φλογερή συμπάθεια ώστε στις συγκεντρώσεις τους ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να κατηγορήσει κανείς το θεσμό των ομήρων για «αηδιαστική βαρβαρότητα». Χρειάστηκε ο πλήρης εκφυλισμός του σοβιετικού κράτους και ο θρίαμβος της αντίδρασης σε μια σειρά χώρες για να βγουν έρποντας από τις τρύπες τους οι ηθικολόγοι ...για να βοηθήσουν τον Στάλιν. Αν είναι αλήθεια ότι τα καταπιεστικά μέτρα για την προστασία των προνομίων της νέας αριστοκρατίας έχουν την ίδια ηθική αξία με τα επαναστατικά μέτρα του απελευθερωτικού αγώνα, τότε ο Στάλιν δικαιώνεται πλήρως, αν ... αν δεν καταδικάζεται πέρα για πέρα η προλεταριακή επανάσταση.
Αναζητώντας παραδείγματα ανηθικότητας στα γεγονότα του ρωσικού εμφυλίου πολέμου, οι κύριοι κύριοι ηθικολόγοι βρίσκονται την ίδια στιγμή υποχρεωμένοι να κλείνουν τα μάτια μπροστά στο γεγονός ότι η Ισπανική Επανάσταση υιοθέτησε κι αυτή το θεσμό των ομήρων, τουλάχιστο στην περίοδο που ήταν γνήσια επανάσταση των μαζών. Αν οι κατήγοροι δεν τολμούν να επιτεθούν ενάντια στους ισπανούς εργάτες για την «αηδιαστική βαρβαρότητα» τους, είναι γιατί το έδαφος της χερσονήσου των Πυρηναίων είναι ακόμα πάρα πολύ καυτό γιΆ αυτούς. Είναι σημαντικά πιο βολικό να γυρίσουν στα 1919. Η εποχή αυτή ανήκει ήδη στην ιστορία –οι γέροι την έχουν ξεχάσει και οι νέοι δεν την έχουν ακόμα διδαχτεί. Για τον ίδιο λόγο οι κάθε λογής φαρισαίοι γυρίζουν με τέτοιο πείσμα στην Κρονστάνδη και στο Μάχνο –εδώ υπάρχει ελεύθερη διέξοδος για ηθικές αναθυμιάσεις!
Είναι αδύνατο να μη συμφωνήσει κανείς με τους ηθικολόγους στο ότι η ιστορία διαλέγει δύσκολα μονοπάτια. Αλλά τι είδους συμπέρασμα για πρακτική δράση βγαίνει απΆ αυτό; Ο Λεόν Τολστόι συνιστούσε να αγνοήσουμε τις κοινωνικές συμβατικότητες και να τελειοποιήσουμε τον εαυτό μας. Ο Μαχάτμα Γκάντι μας συμβουλεύει να πίνουμε γάλα κατσίκας. Αλίμονο, οι «επαναστάτες» ηθικολόγοι του «Νέου Δρόμου» δεν απέχουν πολύ από αυτές τις συνταγές. «Πρέπει», κηρύσσουν αυτοί, «να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από την ηθική των Κάφρων, για την οποία μόνο αυτό που κάνει ο εχθρός είναι κακό». Υπέροχη συμβουλή! «Πρέπει να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας...». Ο Τολστόι συνιστούσε επιπρόσθετα να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τα αμαρτήματα της σάρκας. Οι στατιστικές, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν την επιτυχία της σύστασης. Τα κεντριστικά μας ανθρωπάκια έχουν κατορθώσει, μέσα σε μια ταξική κοινωνία, να υψώσουν τον εαυτό τους σε μια υπερταξική ηθική. Αλλά έχουν περάσει 2000 σχεδόν χρόνια από τότε που ειπώθηκε: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών...», «Πρόσφερε και την ετέραν παρειάν σου...». Ωστόσο, ακόμα και ο ¶γιος Πατέρας της Ρώμης δεν έχει «ελευθερώσει τον εαυτό του» από το μίσος ενάντια στους εχθρούς του. Μα την αλήθεια, ο Σατανάς, ο εχθρός αυτός της ανθρωπότητας, είναι ακόμα παντοδύναμος!
Το να εφαρμόζεις διαφορετικά κριτήρια για τις πράξεις των εκμεταλλευτών και για τις πράξεις των εκμεταλλευομένων, αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τα αξιοθρήνητα αυτά ανθρωπάκια, ότι στέκεις στο επίπεδο της «ηθικής των Κάφρων». Πρώτα απΆ όλα μια τέτοια περιφρονητική αναφορά στους Κάφρους δεν ταιριάζει καθόλου στην πένα των «σοσιαλιστών». Είναι πραγματικά τόσο κακή η ηθική των Κάφρων; Να τι λέει πάνω σΆ αυτό η «Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια»:
«Στις κοινωνικές και πολιτικές τους σχέσεις δείχνουν μεγάλη λεπτότητα και νοημοσύνη. Είναι αξιοσημείωτα γενναίοι, φιλοπόλεμοι και φιλόξενοι και ήταν τίμιοι και ειλικρινείς ως τη στιγμή που, στην επαφή τους με τους λευκούς, έγιναν φιλύποπτοι, εκδικητικοί και κλέφτες, πέρα από το ότι απόκτησαν τα περισσότερα ελαττώματα των Ευρωπαίων». Είναι αδύνατο να μη φθάσει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι λευκοί ιεραπόστολοι, οι κήρυκες των αιώνιων ηθικών αξιών, συμμετείχαν στη διαφθορά των Κάφρων.
Αν λέγαμε σΆ έναν κάφρο εργάτη ότι οι εργάτες ξεσηκώθηκαν σΆ ένα μέρος του πλανήτη μας και έπιασαν στο ύπνο τους εκμεταλλευτές τους, αυτό θα τον ευχαριστούσε πολύ. Από την άλλη, όμως, θα στεναχωριόταν αν ανακάλυπτε ότι οι καταπιεστές είχαν κατορθώσει να ξεγελάσουν τους καταπιεζόμενους. Ένας Κάφρος, που δεν έχει διαφθαρεί ως το μεδούλι από τους ιεραπόστολους, ποτέ δεν θα εφαρμόσει τους ίδιους αφηρημένους ηθικούς κανόνες στους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους. Ακόμα, δεν θα δυσκολευτεί να σας καταλάβει αν του εξηγήσετε πως ο προορισμός αυτών των αφηρημένων κανόνων είναι να εμποδίζουν τους καταπιεζόμενους να ξεσηκώνονται ενάντια στους καταπιεστές τους.
Τι διδακτική σύμπτωση! Για να συκοφαντήσουν τους μπολσεβίκους, οι ιεραπόστολοι του «Νέου Δρόμου» αναγκάστηκαν να συκοφαντήσουν ταυτόχρονα και τους Κάφρους. Πέρα από αυτό και στις δυο περιπτώσεις η συκοφαντία ακολουθεί τη γραμμή της επίσημης καπιταλιστικής ψευδολογίας: ενάντια στους επαναστάτες και ενάντια στις έγχρωμες φυλές. Όχι, εμείς προτιμούμε τους Κάφρους από όλους τους ιεραπόστολους, πνευματικούς και λαϊκούς!
Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν είναι ανάγκη να υπερτιμούμε την ευσυνειδησία των ηθικολόγων του «Νέου Δρόμου» και των άλλων χρεοκόπων. Οι προθέσεις αυτών των ανθρώπων δεν είναι τόσο κακές. Αλλά, παρά τις προθέσεις τους, χρησιμεύουν σαν μοχλοί στο μηχανισμό της αντίδρασης. Σε μια περίοδο σαν τη σημερινή, όπου τα μικροαστικά κόμματα γαντζώνονται από τη φιλελεύθερη μπουρζουαζία ή τη σκιά της (την πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου») και παραλύουν το προλεταριάτο, στρώνοντας το δρόμο στο φασισμό (Ισπανία, Γαλλία κλπ.), οι μπολσεβίκοι, δηλαδή οι επαναστάτες μαρξιστές, γίνονται ιδιαίτερα μισητά πρόσωπα στα μάτια της καπιταλιστικής κοινής γνώμης. Η βασική πολιτική πίεση της εποχής μας γλιστράει από τα δεξιά προς τΆ αριστερά. Σε τελευταία ανάλυση ολόκληρο το βάρος της αντίδρασης πέφτει πάνω στους ώμους μιας μικρής επαναστατικής μειοψηφίας. Η μειοψηφία αυτή αποκαλείται Τέταρτη Διεθνής. Voila lΆennemi! Να ο εχθρός!
Στο μηχανισμό της αντίδρασης ο σταλινισμός κατέχει πολλές ηγετικές θέσεις. Όλες οι ομάδες της καπιταλιστικής κοινωνίας, μαζί και οι αναρχικοί, χρησιμοποιούν τη βοήθειά του στην πάλη ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση. Την ίδια στιγμή, οι μικροαστοί δημοκράτες επιχειρούν να φορτώσουν τουλάχιστον το 50% της απέχθειας για τα εγκλήματα των συμμάχων τους στη Μόσχα πάνω στην αδάμαστη επαναστατική μειοψηφία. ΣΆ αυτό βρίσκεται η ουσία του σλόγκαν που είναι τώρα της μόδας: «Ο τροτσκισμός και ο σταλινισμός είναι ένα και το ίδιο πράγμα». Οι αντίπαλοι των μπολσεβίκων και των Κάφρων βοηθούν έτσι την αντίδραση να συκοφαντήσει το κόμμα της επανάστασης.
Οι Ρώσοι Σοσιαλ/Επαναστάτες ήταν πάντα τα πιο ηθικά άτομα: ουσιαστικά ήταν η ενσάρκωση της ηθικής. Όμως, αυτό δεν τους εμπόδισε την εποχή της επανάστασης να εξαπατήσουν τους ρώσους αγρότες. Στο παρισινό όργανο του Κερένσκι, εκείνου του ηθικότατου σοσιαλιστή που στάθηκε ο πρόδρομος του Στάλιν στη χάλκευση ψεύτικων κατηγοριών ενάντια στους μπολσεβίκους, ένας άλλος παλιός σοσιαλεπαναστάτης, ο Ζενζίνοφ, γράφει: «Ο Λένιν, όπως είναι γνωστό, δίδασκε ότι προκειμένου να πετύχουν τους επιθυμητούς σκοπούς τους, οι κομμουνιστές μπορούν, και μερικές φορές οφείλουν, “να καταφεύγουν σε κάθε είδους τεχνάσματα, μανούβρες και υπεκφυγές”...», («Νέα Ρωσία», 17 Φλεβάρη 1938, σελ. 3). Από αυτό βγάζουν το τελετουργικό συμπέρασμα: ο σταλινισμός είναι ο φυσικός γόνος του λενινισμού.
Δυστυχώς, ο ηθικός κατήγορος δεν είναι καν σε θέση να αντιγράψει τίμια. Ο Λένιν έλεγε: «Είναι αναγκαίο να είμαστε ικανοί... να καταφεύγουμε σε κάθε είδους τεχνάσματα, μανούβρες και παράνομες μέθοδες, στην υπεκφυγή και στην πρόφαση για να διεισδύσουμε στα εργατικά συνδικάτα, να παραμείνουμε σΆ αυτά και να αναπτύξουμε σΆ αυτά κομμουνιστική δράση με κάθε θυσία». Η ανάγκη για υπεκφυγές και μανούβρες, σύμφωνα με την εξήγηση του Λένιν, επιβάλλεται από το γεγονός ότι η ρεφορμιστική γραφειοκρατία, προδίνοντας τους εργάτες στο κεφάλαιο, δελεάζει τους επαναστάτες, τους καταδιώκει και ακόμα στρέφει ενάντιά τους την αστική αστυνομία. Οι «μανούβρες» και οι «υπεκφυγές» δεν είναι σε αυτή την περίπτωση παρά οι μέθοδες νόμιμης αυτοάμυνας ενάντια στη δόλια ρεφορμιστική γραφειοκρατία.
Το κόμμα του ίδιου του Ζενζίνοφ έδρασε παράνομα ενάντια στον τσαρισμό, και αργότερα ενάντια στους μπολσεβίκους. Και στις δυο περιπτώσεις κατέφυγε στην πονηριά, στην πρόφαση, στα πλαστά διαβατήρια και σΆ άλλες μορφές «υπεκφυγής». Όλα αυτά τα μέσα θεωρούνταν όχι μόνο «ηθικά», αλλά και ηρωικά γιατί ανταποκρίνονταν στους πολιτικούς σκοπούς της μικροαστικής τάξης. Αλλά η κατάσταση αλλάζει αμέσως όταν οι προλετάριοι επαναστάτες αναγκάζονται να καταφύγουν σε συνωμοτικά μέτρα ενάντια στη μικροαστική δημοκρατία. Το κλειδί της ηθικής αυτών των κυρίων έχει, όπως βλέπουμε, έναν ταξικό χαρακτήρα!
Ο «αμοραλιστής» Λένιν δίνει ανοιχτά, στον Τύπο, συμβουλές σχετικά με τη στρατιωτική πανουργία ενάντια σε δόλιους ηγέτες. Και ο ηθικολόγος Ζενζίνοφ κακόβουλα κόβει και τις δυο άκρες από την παράθεση με στόχο να εξαπατήσει τον αναγνώστη –ο ηθικός κατήγορος αποδείχνεται, όπως συνήθως, ένας μικροαπατεώνας. Δεν ήταν χωρίς λόγο που ο Λένιν επαναλάμβανε κάθε τόσο: είναι πολύ δύσκολο να συναντήσεις έναν ευσυνείδητο αντίπαλο!
Ένας εργάτης που δεν κρύβει την «αλήθεια» για τα σχέδια των απεργών από τους καπιταλιστές, είναι απλά ένας προδότης που αξίζει την περιφρόνηση και το μποϊκοτάζ. Ο στρατιώτης που φανερώνει την «αλήθεια» στον εχθρό τιμωρείται σαν κατάσκοπος. Ο Κερένσκι επιχείρησε να προσάψει στους μπολσεβίκους την κατηγορία ότι είχαν αποκαλύψει την «αλήθεια» στο επιτελείο του Λούντεντορφ. Φαίνεται ότι ακόμα και η «ιερή αλήθεια» δεν είναι αυτή καθεαυτή ένας σκοπός. Πάνω της δεσπόζουν πιο επιτακτικά κριτήρια που, όπως δείχνει η ανάλυση, έχουν έναν ταξικό χαρακτήρα.
Ο αγώνας ζωής και θανάτου είναι αδιανόητος χωρίς στρατιωτική πανουργία, με άλλα λόγια χωρίς ψέμα και απάτη. Ο γερμανός προλετάριος δεν έχει το δικαίωμα να εξαπατήσει την αστυνομία του Χίτλερ; Ή μήπως οι σοβιετικοί μπολσεβίκοι τηρούν «ανήθικη» στάση όταν εξαπατούν την Γκε Πε Ου; Κάθε ευσεβής μπουρζουάς χειροκροτεί την ευφυΐα της αστυνομίας που επιτυγχάνει με την πανουργία να συλλάβει έναν επικίνδυνο γκάνγκστερ. Η στρατιωτική πανουργία είναι αλήθεια απαράδεκτη όταν πρόκειται για την ανατροπή των γκάνγκστερ του ιμπεριαλισμού;
Ο Νόρμαν Τόμας μιλάει για «τον παράξενο κομμουνιστικό αμοραλισμό για τον οποίο τίποτε δεν έχει σημασία έξω από το κόμμα και την εξουσία του», («Σοσιαλιστική Πρόσκληση», 12 του Μάρτη 1938, σελ. 5). Επιπλέον, ο Τόμας βάζει στο ίδιο σακί τη σημερινή Κόμιντερν, δηλαδή τη συνωμοσία της γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου ενάντια στην εργατική τάξη, με το Μπολσεβίκικο Κόμμα, που αντιπροσώπευε μια συνωμοσία των προχωρημένων εργατών ενάντια στην μπουρζουαζία. Αυτή η πέρα για πέρα ανήθικη ταύτιση αποκαλύφθηκε αρκετά παραπάνω. Ο σταλινισμός απλά κρύβεται πίσω από τη λατρεία του Κόμματος. Στην πραγματικότητα καταστρέφει και κυλάει το Κόμμα στη λάσπη. Είναι, ωστόσο, αλήθεια πως για έναν μπολσεβίκο το Κόμμα είναι το παν. Ο Τόμας, ο σοσιαλιστής του σαλονιού, μένει κατάπληκτος και απορρίπτει μια παρόμοια σχέση ανάμεσα σε έναν επαναστάτη και την επανάσταση γιατί ο ίδιος δεν είναι παρά ένας μπουρζουάς μΆ ένα σοσιαλιστικό «ιδανικό». Στα μάτια του Τόμας και των ομοίων του, το Κόμμα είναι απλά ένα βοηθητικό όργανο για εκλογικές κομπίνες κι άλλες παρόμοιες δουλειές –τίποτε περισσότερο. Η προσωπική του ζωή, τα συμφέροντα, οι δεσμοί και τα ηθικά κριτήριά του υπάρχουν έξω από το Κόμμα. Με εχθρική έκπληξη αντικρίζει τον μπολσεβίκο για τον οποίο το Κόμμα είναι ένα όπλο για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, κι εδώ περιλαμβάνεται και η ηθική της. Για έναν επαναστάτη μαρξιστή δεν μπορεί να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην προσωπική ηθική και στα συμφέροντα του Κόμματος, αφού το Κόμμα, στη συνείδησή του, ενσωματώνει τα πιο υψηλά καθήκοντα και σκοπούς της ανθρωπότητας. Είναι αφέλεια να φανταστούμε ότι ο Τόμας έχει ανώτερη κατανόηση της ηθικής από τους μαρξιστές. Απλά έχει μια πολύ χαμηλή αντίληψη για το Κόμμα.
«Καθετί που γεννιέται αξίζει να πεθάνει», λέει ο διαλεκτικός Γκέτε. Η καταστροφή του Μπολσεβίκικου Κόμματος –ένα επεισόδιο στην παγκόσμια αντίδραση– δεν μειώνει, ωστόσο, την παγκόσμια ιστορική του σημασία. Στην περίοδο της επαναστατικής του ανόδου, δηλαδή όταν πραγματικά αντιπροσώπευε την προλεταριακή πρωτοπορία, ήταν το πιο έντιμο κόμμα της ιστορίας. Φυσικά, όποτε μπορούσε, εξαπατούσε τις εχθρικές τάξεις. Από την άλλη μεριά, όμως, έλεγε στους εκμεταλλευόμενους την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Μόνο χάρη σΆ αυτό κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και σΆ ένα τέτοιο βαθμό που ποτέ δεν τον πέτυχε κανένα άλλο κόμμα στον κόσμο.
Οι υπηρέτες της άρχουσας τάξης αποκαλούν τους οργανωτές αυτού του κόμματος «αμοραλιστές». Στα μάτια των συνειδητών εργατών αυτή η κατηγορία έχει το χαρακτήρα επαίνου. Αυτό σημαίνει: ο Λένιν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τους ηθικούς κανόνες που καθιέρωσαν οι δουλοκτήτες για τους σκλάβους τους –κανόνες που ποτέ δεν τηρήθηκαν από τους ίδιους τους δουλοκτήτες. Καλούσε το προλεταριάτο να επεκτείνει την ταξική του πάλη και στην ηθική σφαίρα επίσης. Εκείνος που υποκλίνεται μπροστά σε αξιώματα που έχουν εγκαθιδρυθεί από τον εχθρό, δεν θα νικήσει ποτέ αυτόν τον εχθρό!
Ο «αμοραλισμός» του Λένιν, δηλαδή η απόρριψη της υπερταξικής ηθικής, δεν τον εμπόδισε να παραμείνει πιστός σΆ ένα και το ίδιο ιδανικό για όλη του τη ζωή. Δεν τον εμπόδισε να αφιερώσει όλο του το Είναι στην υπόθεση των καταπιεζομένων, να δείξει τη μεγαλύτερη ευσυνειδησία στη σφαίρα των ιδεών και το πιο υψηλό θάρρος στη σφαίρα της δράσης, να διατηρήσει μια στάση αμόλυντη από κάθε ίχνος έπαρσης απέναντι στον «συνηθισμένο» εργάτη, στην ανυπεράσπιστη γυναίκα, στο παιδί. Δεν είναι φανερό ότι ο «αμοραλισμός» στη δοσμένη περίπτωση είναι απλά το ψευδώνυμο της ανώτερης ανθρώπινης ηθικής;
Εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή να αφηγηθούμε ένα επεισόδιο που, παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα του, δεν απεικονίζει άσχημα τη διαφορά ανάμεσα στην ηθική τους και την ηθική μας. Το 1935, με ένα γράμμα στους βέλγους φίλους μου, ανέπτυξα την αντίληψη ότι η απόπειρα ενός νεαρού επαναστατικού κόμματος να οργανώσει «δικά του» συνδικάτα ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Πρέπει να βρίσκουμε τους εργάτες εκεί που είναι. Αλλά αυτό σημαίνει να πληρώνουμε συνδρομές για να συντηρούμε έναν οπορτουνιστικό μηχανισμό; «Φυσικά, απάντησα, για να έχουμε το δικαίωμα να υπονομεύουμε τους ρεφορμιστές είναι ανάγκη να τους προσφέρουμε προσωρινά τη συνδρομή μας». Μα οι ρεφορμιστές θα μας επιτρέψουν να τους υπονομεύσουμε; «Είναι αλήθεια, αποκρίθηκα, πως η υπονόμευση απαιτεί συνωμοτικά μέτρα. Οι ρεφορμιστές είναι η πολιτική αστυνομία της μπουρζουαζίας μέσα στην εργατική τάξη. Πρέπει να δράσουμε χωρίς την άδεια τους και ενάντια στις απαγορεύσεις τους...».
Σε μια επιδρομή στο σπίτι του συντρόφου Ντ., που συνδεόταν, αν δεν κάνω λάθος, με το ζήτημα της αποστολής όπλων στους ισπανούς εργάτες, η βελγική αστυνομία κατάσχεσε το γράμμα μου. Μέσα σε λίγες μέρες το γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε. Κι όπως ήταν φυσικό, ο Τύπος του Βαντερβέλντε, του Ντε Μαν και του Σπάακ άστραψε και βρόντησε ενάντια στο «μακιαβελισμό» και τον «ιησουϊτισμό» μου.
Και ποιοι είναι αυτοί οι κατήγοροι; Ο Βαντερβέλντε, πρόεδρος για πολλά χρόνια της Δεύτερης Διεθνούς, έχει γίνει από καιρό έμπιστος υπηρέτης του βελγικού κεφαλαίου. Ο Ντε Μαν, που με μια σειρά χοντρούς τόμους εξευγένισε το σοσιαλισμό με ιδεαλιστικές ηθικολογίες, κάνοντας παραχωρήσεις στη θρησκεία, άρπαξε την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία για να προδώσει τους εργάτες και να γίνει ένας κοινός αστός υπουργός. Ακόμα πιο χαριτωμένη είναι η περίπτωση του Σπάακ. Εδώ κι ενάμιση χρόνο αυτός ο τζέντλεμαν ανήκε στην αριστερή σοσιαλιστική αντιπολίτευση και ήρθε και με βρήκε στη Γαλλία για να με συμβουλευτεί για τις μέθοδες πάλης ενάντια στη γραφειοκρατία του Βαντερβέλντε. Του ανέπτυξα τις ίδιες αυτές αντιλήψεις που αργότερα αποτέλεσαν το γράμμα μου. Αλλά ένα χρόνο μετά την επίσκεψή του, ο Σπάακ προτίμησε τα ρόδα από τΆ αγκάθια. Προδίνοντας τους συντρόφους του της αντιπολίτευσης, έγινε ένας από τους πιο κυνικούς υπουργούς του βελγικού κεφαλαίου.
Στα εργατικά συνδικάτα και μέσα στο ίδιο τους το κόμμα αυτοί οι τζέντλεμεν πνίγουν κάθε κριτική φωνή, συστηματικά δωροδοκούν και διαφθείρουν τους πιο προχωρημένους εργάτες και το ίδιο συστηματικά διαγράφουν αυτούς που δεν υποτάσσονται. Το μόνο που τους ξεχωρίζει από την Γκε Πε Ου είναι ότι δεν κατέφυγαν ακόμα στην αιματοχυσία –σαν καλοί πατριώτες φυλάνε το αίμα των εργατών για τον ερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Είναι ολοφάνερο –πρέπει νά Άναι κανείς τέρας της Αποκάλυψης, ηθικό εξάμβλωμα, «Κάφρος», μπολσεβίκος για να συμβουλεύει τους επαναστάτες εργάτες να παίρνουν συνωμοτικά μέτρα στην πάλη ενάντια σΆ αυτούς τους τζέντλεμεν!
Από την άποψη της βελγικής νομοθεσίας, το γράμμα μου, φυσικά, δεν περιείχε τίποτε το εγκληματικό. Το καθήκον της «δημοκρατικής» αστυνομίας ήταν να επιστρέψει το γράμμα στον παραλήπτη του και να του ζητήσει συγνώμη. Το καθήκον του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην επιδρομή που είχε υπαγορευτεί και αφορούσε τα συμφέροντα του στρατηγού Φράνκο. Αλλά οι κύριοι σοσιαλιστές δεν ντράπηκαν καθόλου να χρησιμοποιήσουν την αυθαιρεσία της αστυνομικής υπηρεσίας χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν την ευχάριστη ευκαιρία να εκθέσουν γιΆ άλλη μια φορά την ανωτερότητα της ηθικής τους απέναντι στον αμοραλισμό των μπολσεβίκων.
Το καθετί έχει συμβολική σημασία σΆ αυτό το επεισόδιο. Οι βέλγοι σοσιαλδημοκράτες άδειασαν πάνω μου τους κουβάδες της αγανάκτησής τους ακριβώς την ώρα που οι νορβηγοί ομοϊδεάτες τους κρατούσαν εμένα και τη γυναίκα μου κλειδαμπαρωμένους για να μην μπορέσουμε να αμυνθούμε ενάντια στις κατηγορίες της Γκε Πε Ου. Η νορβηγική κυβέρνηση ήξερε καλά ότι οι κατηγορίες της Μόσχας ήταν ψεύτικες –η ημιεπίσημη εφημερίδα των σοσιαλδημοκρατών το διαβεβαίωσε αυτό ανοιχτά από τις πρώτες κιόλας μέρες. Αλλά η Μόσχα έθιγε τους νορβηγούς εφοπλιστές και ψαρέμπορους στο πορτοφόλι– και οι κύριοι σοσιαλδημοκράτες βιάστηκαν να προσκυνήσουν. Ο αρχηγός του κόμματος, Μαρτίν Τράνμαελ, δεν είναι απλά μια αυθεντία στην ηθική σφαίρα, αλλά κι ένας ανοιχτά ενάρετος πολίτης: δεν πίνει, δεν καπνίζει, αποφεύγει το κρέας και το χειμώνα κολυμπάει στα παγωμένα νερά. Αυτά δεν τον εμπόδισαν, αφού μας συνέλαβε με εντολή της Γκε Πε Ου, να βάλει ειδικά έναν νορβηγό πράκτορα της Γκε Πε Ου, κάποιον Τζάκομπ Φρις –έναν αστό χωρίς εντιμότητα ή συνείδηση– να με συκοφαντήσει. Αλλά αρκετά είπαμε...
Η ηθική αυτών των κυρίων αποτελείται από συμβατικά διδάγματα και τρόπους έκφρασης, που υποτίθεται ότι συγκαλύπτουν τα συμφέροντα, τις ορέξεις και τους φόβους τους. Στην πλειοψηφία τους είναι έτοιμοι για κάθε προστυχιά –εγκατάλειψη πεποιθήσεων, δολιότητα, προδοσία– για χάρη της φιλοδοξίας ή της απληστίας τους. Στην ιερή σφαίρα των ατομικών συμφερόντων ο σκοπός αγιάζει, γιΆ αυτούς, κάθε μέσο. Και είναι ακριβώς γιΆ αυτό το λόγο που απαιτούν ειδικούς κώδικες ηθικής, μόνιμους και ταυτόχρονα ελαστικούς, σαν καλές τιράντες. Μισούν κάθε άνθρωπο που ξεσκεπάζει τα επαγγελματικά τους μυστικά στις μάζες. Σε «ειρηνικές» εποχές το μίσος τους εκφράζεται σε συκοφαντίες –στη γλώσσα της ψαραγοράς ή σε φιλοσοφική διάλεκτο. Σε εποχές οξυμένων κοινωνικών συγκρούσεων, όπως στην Ισπανία, οι ηθικολόγοι αυτοί δολοφονούν, χέρι χέρι με την Γκε Πε Ου, τους επαναστάτες. Και για να δικαιολογηθούν επαναλαμβάνουν διαρκώς: «Ο τροτσκισμός και ο σταλινισμός είναι ένα και το ίδιο πράγμα».
Ένα μέσο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από το σκοπό του. Μα ο σκοπός, με τη σειρά του, χρειάζεται να δικαιολογηθεί κι αυτός. Από την άποψη του μαρξισμού, που εκφράζει τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου, ο σκοπός δικαιολογείται αν οδηγεί στην αύξηση της κυριαρχίας της ανθρωπότητας πάνω στη Φύση και στην κατάργηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο.
«ΜΆ αυτό θέλετε να πείτε ότι στην επιδίωξη αυτού του σκοπού το καθετί επιτρέπεται;», ρωτάει σαρκαστικά ο φιλισταίος, αποδείχνοντας ότι δεν κατάλαβε τίποτα. Επιτρέπεται, απαντάμε, μόνο εκείνο που πραγματικά οδηγεί στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Κι αφού αυτός ο σκοπός μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την επανάσταση, η απελευθερωτική ηθική του προλεταριάτου είναι αναγκαστικά προικισμένη μΆ έναν επαναστατικό χαρακτήρα. Αντιτίθεται ασυμφιλίωτα όχι μονάχα στο θρησκευτικό δόγμα, αλλά και στα κάθε είδους ιδεολογικά φετίχ, τους φιλοσοφικούς αυτούς χωροφύλακες της άρχουσας τάξης. Συνάγει τους κανόνες της συμπεριφοράς του από τους νόμους ανάπτυξης της κοινωνίας, και πρωταρχικά από την πάλη των τάξεων, που είναι ο νόμος όλων των νόμων.
Αλλά ο ηθικολόγος επιμένει: «Αυτό σημαίνει ότι στον ταξικό αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές επιτρέπονται όλα τα μέσα: το ψέμα, η συνωμοσία, η προδοσία, ο φόνος και ούτω καθεξής;». Επιτρεπόμενα και αναγκαία, απαντάμε, είναι εκείνα και μόνο εκείνα τα μέσα που συνενώνουν το επαναστατικό προλεταριάτο, γεμίζουν την καρδιά του με ασυμφιλίωτη εχθρότητα στην καταπίεση, του διδάσκουν την περιφρόνηση στην επίσημη ηθική και τα δημοκρατικά της φερέφωνα, το διαποτίζουν με τη συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και δυναμώνουν το θάρρος του και το πνεύμα αυτοθυσίας στον αγώνα. ΑπΆ αυτά ακριβώς βγαίνει ότι δεν επιτρέπονται όλα τα μέσα. Όταν λέμε πώς ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τότε το συμπέρασμα που βγαίνει για μας είναι ότι ο μεγάλος επαναστατικός σκοπός αποκρούει περιφρονητικά εκείνα τα χυδαία μέσα και τους τρόπους που στρέφουν ένα τμήμα της εργατικής τάξης ενάντια σΆ άλλα τμήματα της, ή που επιχειρούν να κάνουν τις μάζες ευτυχισμένες χωρίς τη δική τους συμμετοχή, ή ελαττώνουν την πίστη των μαζών στον εαυτό τους και στην οργάνωσή τους, αντικαθιστώντας την με τη λατρεία των «αρχηγών». Πρωταρχικά και ασυμφιλίωτα, η επαναστατική ηθική απορρίπτει τη δουλοπρέπεια απέναντι στην μπουρζουαζία και την υπεροψία απέναντι στους εργαζόμενους, δηλαδή απορρίπτει εκείνα τα χαρακτηριστικά στα οποία οι μικροαστοί σχολαστικοί και ηθικολόγοι είναι βουτηγμένοι ως το λαιμό.
Τα κριτήρια αυτά δεν προσφέρουν, φυσικά, μια έτοιμη απάντηση στο ερώτημα τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν μπορεί να υπάρχουν τέτοιες αυτόματες απαντήσεις. Τα προβλήματα της επαναστατικής ηθικής είναι συνυφασμένα με τα προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Η ζωντανή πείρα του κινήματος κάτω από το φως της θεωρίας προσφέρει τη σωστή απάντηση σε αυτά τα προβλήματα.
Για το διαλεκτικό υλισμό δεν υπάρχει δυϊσμός ανάμεσα στα μέσα και το σκοπό. Ο σκοπός απορρέει φυσιολογικά από το ιστορικό κίνημα. Οργανικά τα μέσα είναι υποταγμένα στο σκοπό. Ο άμεσος σκοπός γίνεται το μέσο για ένα παραπέρα σκοπό. Στο θεατρικό του έργο «Φραντς φον Ζίκιγκεν» ο Φερντινάντ Λασάλ βάζει τα παρακάτω λόγια στο στόμα ενός από τους ήρωές του:
«Δείξε μου το σκοπό, μα δείξε και το δρόμο.
Τόσο σφιχτοδεμένος είναι ο δρόμος με το σκοπό,
Που η αλλαγή του ενός σημαίνει αλλαγή και τΆ άλλου,
Κι οι νέοι δρόμοι πάντα νέους σκοπούς ανοίγουν».
Οι στίχοι του Λασάλ κάθε άλλο παρά τέλειοι είναι. Και το χειρότερο είναι ότι στην πρακτική πολιτική ο ίδιος ο Λασάλ ξέφυγε από το παραπάνω αξίωμα –είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι έφτασε στο σημείο να κάνει μυστικές συμφωνίες με τον Μπίσμαρκ! Μα η διαλεκτική αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα μέσα και το σκοπό εκφράζεται ολότελα σωστά στους παραπάνω στίχους. Πρέπει να σπαρθούν σπόροι σταριού για να φυτρώσουν στάχυα.
Η ατομική τρομοκρατία, λόγου χάρη, επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται από την άποψη της «καθαρής ηθικής»; Στην αφηρημένη αυτή μορφή το ζήτημα δεν υπάρχει καθόλου για μας. Ο συντηρητικός Ελβετός μπουρζουάς ακόμα και τώρα εγκωμιάζει δημόσια τον τρομοκράτη Γουλιέλμο Τέλο. Οι συμπάθειές μας στρέφονται αμέριστα προς τους Ιρλανδούς, Ρώσους, Πολωνούς ή Ινδούς τρομοκράτες στον αγώνα τους ενάντια στην εθνική και πολιτική καταπίεση. Ο δολοφονημένος Κίροφ, ένας βάναυσος σατράπης, δεν γεννάει καμιά συμπάθεια. Η σχέση μας με το δολοφόνο παραμένει ουδέτερη μόνο γιατί δεν ξέρουμε τα κίνητρα που τον καθοδήγησαν. Αν αποδειχνόταν ότι ο Νικολάγιεφ ενήργησε σαν συνειδητός τιμωρός για τα εργατικά δικαιώματα τα ποδοπατημένα από τον Κίροφ, οι συμπάθειές μας θά Άταν ολοκληρωτικά με το μέρος του δολοφόνου. Ωστόσο, εκείνο που για μας έχει αποφασιστική σημασία δεν είναι το ζήτημα των υποκειμενικών κινήτρων, αλλά το ζήτημα των αντικειμενικών αποτελεσμάτων. Τα δοσμένα μέσα είναι πράγματι ικανά να μας οδηγήσουν στο σκοπό; Σε σχέση με την ατομική τρομοκρατία, τόσο η θεωρία όσο και η πείρα αποδείχνουν ότι δεν συμβαίνει αυτό. Λέμε στον τρομοκράτη: είναι αδύνατο να αντικαταστήσεις τις μάζες. Μόνο μέσα στο μαζικό κίνημα μπορείς να βρεις αποτελεσματική έκφραση του ηρωισμού σου. Ωστόσο, μέσα στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου, η δολοφονία μεμονωμένων καταπιεστών παύει να είναι πράξη ατομικής τρομοκρατίας. Αν, ας πούμε, ένας επαναστάτης τίναζε με μια βόμβα στον αέρα τον στρατηγό Φράνκο και το επιτελείο του, αυτή του η πράξη πολύ δύσκολα θα προκαλούσε ηθική αγανάκτηση ακόμα και στους δημοκρατικούς ευνούχους. Μέσα στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου μια παρόμοια πράξη θα ήταν πολιτικά πέρα για πέρα δικαιολογημένη. Έτσι, ακόμα και στο οξύτερο ζήτημα –το σκότωμα ανθρώπου από άνθρωπο– τα απόλυτα ηθικά αξιώματα αποδείχνονται μάταια. Οι ηθικές εκτιμήσεις, μαζί με τις πολιτικές, βγαίνουν από τις εσωτερικές ανάγκες του αγώνα.
Η απελευθέρωση των εργαζομένων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο από τους ίδιους. ΓιΆ αυτό δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να εξαπατάς τις μάζες, να παρουσιάζεις τις ήττες για νίκες, τους φίλους για εχθρούς, να εξαγοράζεις τους εργατικούς ηγέτες, να φτιάχνεις θρύλους, να σκηνοθετείς ψεύτικες δίκες, με μια λέξη να κάνεις ό,τι κάνουν οι σταλινικοί. Τα μέσα αυτά ένα μόνο σκοπό μπορούν να υπηρετήσουν: να παρατείνουν την κυριαρχία μιας κλίκας που έχει ήδη καταδικαστεί από την ιστορία. Μα δεν μπορούν να συντελέσουν στην απελευθέρωση των μαζών. Να γιατί η Τέταρτη Διεθνής κάνει αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στο σταλινισμό.
Οι μάζες, φυσικά, δεν είναι καθόλου αναμάρτητες. Η εξιδανίκευση των μαζών μάς είναι εντελώς ξένη. Τις είδαμε κάτω από διάφορες συνθήκες, σε διάφορες φάσεις και επιπρόσθετα στους μεγαλύτερους πολιτικούς συγκλονισμούς. Έχουμε παρατηρήσει τις δυνατές και τις αδύνατες πλευρές τους. Η δυνατή τους πλευρά –αποφασιστικότητα, αυτοθυσία, ηρωισμός– βρήκε πάντοτε την πιο καθαρή της έκφραση σε εποχές επαναστατικής ανόδου. ΣΆ αυτή την περίοδο οι μπολσεβίκοι βρίσκονταν επικεφαλής των μαζών. Κατόπιν, άνοιξε ένα διαφορετικό ιστορικό κεφάλαιο, όταν πέρασε στο προσκήνιο η αδύνατη πλευρά των καταπιεζομένων: ανομοιογένεια, πολιτιστική καθυστέρηση, στενότητα παγκόσμιας προοπτικής. Οι μάζες, κουρασμένες από την ένταση, καταλαμβάνονται από την απογοήτευση, χάνουν την πίστη στον εαυτό τους –και στρώνουν το δρόμο για τη νέα αριστοκρατία. ΣΆ αυτή την εποχή οι μπολσεβίκοι («τροτσκιστές») βρέθηκαν απομονωμένοι από τις μάζες. Πρακτικά μιλώντας, περάσαμε μέσα από δυο μεγάλους τέτοιους ιστορικούς κύκλους: 1897-1905, χρόνια πλημμυρίδας, 1907-1913, χρόνια αμπώτιδας, 1917-1923, περίοδος ανόδου χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, τέλος, μια νέα περίοδος αντίδρασης που δεν τέλειωσε ακόμα μέχρι σήμερα. Μέσα σΆ αυτά τα τεράστια γεγονότα οι «τροτσκιστές» διδάχτηκαν το ρυθμό της ιστορίας, δηλαδή τη διαλεκτική του ταξικού αγώνα. Διδάχτηκαν ακόμα, καθώς φαίνεται, κι ως ένα βαθμό μΆ επιτυχία, πώς να υποτάσσουν τα υποκειμενικά τους σχέδια και προγράμματα σΆ αυτόν τον αντικειμενικό ρυθμό. Μάθανε να μην απελπίζονται μπροστά στο γεγονός ότι οι νόμοι της ιστορίας δεν εξαρτώνται από τα ατομικά τους γούστα και δεν υποτάσσονται στα δικά τους ηθικά κριτήρια. Μάθανε να υποτάσσουν τις ατομικές τους διαθέσεις στους νόμους της ιστορίας. Μάθανε να μην τρομάζουν μπροστά στους πιο ισχυρούς εχθρούς όταν η δύναμη των τελευταίων βρίσκεται σε αντίφαση με τις ανάγκες της ιστορικής ανάπτυξης. Ξέρουν πώς να κολυμπάνε ενάντια στο ρεύμα με τη βαθιά πεποίθηση ότι η νέα ιστορική πλημμυρίδα θα τους φέρει στην αντικρινή όχθη. Δεν θα φτάσουν όλοι σΆ αυτή την όχθη, πολλοί θα πνιγούν. Μα το να συμμετέχεις σΆ αυτό το κίνημα με ανοιχτά τα μάτια και με αδάμαστη τη θέληση –αυτό μόνο μπορεί να δώσει την πιο υψηλή ηθική ικανοποίηση σΆ ένα σκεπτόμενο ον!
Κογιοακάν, 16 του Φλεβάρη
1938
Y.Γ. Έγραψα αυτές τις γραμμές τις μέρες που ο γιος μου, χωρίς να το ξέρω, πάλευε με το θάνατο. Αφιερώνω τη μικρή αυτή εργασία στη μνήμη του, που, ελπίζω, θά Άχε την επιδοκιμασία του. Ο Λεόν Σεντόφ ήταν ένας γνήσιος επαναστάτης και περιφρονούσε τους φαρισαίους.