Λεόν ΤρότσκιΗ ηθική τους και η ηθική μαςΜέρος Α΄Προηγούμενο: Προλεγόμενα Επόμενο: Μέρος Β΄ |
Σε μια εποχή όπου η αντίδραση θριαμβεύει, οι κ.κ. δημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες, αναρχικοί και άλλοι εκπρόσωποι του «αριστερού» στρατοπέδου, αρχίζουν να διπλασιάζουν τις συνηθισμένες ηθικές αναθυμιάσεις τους, όμοια με τους ανθρώπους εκείνους που τους πιάνει ταχύπνοια μπροστά στο φόβο. Παραφράζοντας τις Δέκα Εντολές ή την Ομιλία του Όρους των Ελαιών, οι ηθικολόγοι αυτοί απευθύνονται όχι τόσο στη θριαμβεύουσα αντίδραση όσο στους επαναστάτες εκείνους που υποφέρουν κάτω από τις διώξεις της, γιατί με τις «υπερβολές» και τις «αμοραλιστικές» αρχές τους «προκαλούν» την αντίδραση και την δικαιώνουν ηθικά. Επιπλέον, προτείνουν έναν απλό, μα σίγουρο τρόπο για την αποφυγή της αντίδρασης: το μόνο που χρειάζεται είναι να παλεύει κανείς και ηθικά για να ανανεώνει τον εαυτό του. Δείγματα ηθικής τελειότητας, για όσους τα χρειάζονται, προσφέρονται δωρεάν απΆ όλα τα ενδιαφερόμενα εκδοτικά γραφεία.
Η ταξική βάση του ψεύτικου και πομπώδους αυτού κηρύγματος είναι η μικροαστική ιντελιγκέντσια Η πολιτική βάση – η αδυναμία και η σύγχυσή τους μπροστά στην αντίδραση που πλησιάζει. Η ψυχολογική βάση – η προσπάθεια τους να υπερνικήσουν το αίσθημα της δικής τους κατωτερότητας, μεταμφιεζόμενοι με τη γενειάδα ενός προφήτη.
Η αγαπημένη μέθοδος του ηθικολόγου φιλισταίου είναι να καταχωρεί τη συμπεριφορά της αντίδρασης και τη συμπεριφορά της επανάστασης κάτω από τον ίδιο τίτλο. Και πετυχαίνει στο τέχνασμά του, καταφεύγοντας σε τυπικές αναλογίες. ΓιΆ αυτόν, ο τσαρισμός και ο μπολσεβικισμός είναι δίδυμοι. Δίδυμοι επίσης αποκαλύπτονται ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Κάνει μια απογραφή των κοινών χαρακτηριστικών του καθολικισμού –ή ειδικότερα του ιησουϊτισμού– και του μπολσεβικισμού. Από την πλευρά τους, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, χρησιμοποιώντας την ίδια ακριβώς μέθοδο, αποκαλύπτουν ότι ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία και ο μπολσεβικισμός δεν είναι παρά διαφορετικές εκδηλώσεις ενός και του ίδιου κακού. Η αντίληψη ότι ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός είναι «ουσιαστικά» ένα και το ίδιο πράγμα, έχει τώρα την κοινή επιδοκιμασία των φιλελευθέρων, των δημοκρατών, των αφοσιωμένων καθολικών, των ιδεαλιστών, των πραγματιστών, των αναρχικών και των φασιστών. Αν οι σταλινικοί αδυνατούν να προσχωρήσουν σΆ αυτό το «Λαϊκό Μέτωπο» είναι μόνο και μόνο γιατί, κατά σύμπτωση, είναι απασχολημένοι με την εξόντωση των τροτσκιστών.
Το βασικό γνώρισμα αυτών των προσεγγίσεων και παρομοιώσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι αγνοούν πλήρως την υλική βάση των διαφόρων ρευμάτων, δηλαδή την ταξική τους φύση και, κατά συνέπεια, τον αντικειμενικό ιστορικό τους ρόλο. Αντίθετα, εκτιμούν και ταξινομούν διαφορετικά ρεύματα, σύμφωνα με κάποια εξωτερική και δευτερεύουσα εκδήλωση, και πολύ συχνά σύμφωνα με τη δική τους σχέση με τη μια ή την άλλη αφηρημένη αρχή, που για τον συγκεκριμένο ταξινομητή έχει μια ειδική επαγγελματική αξία. Έτσι, για τον πάπα της Ρώμης, οι μασόνοι και οι δαρβινιστές, οι μαρξιστές και οι αναρχικοί, είναι δίδυμοι, γιατί όλοι αυτοί αρνούνται ιερόσυλα την άσπιλη σύλληψη. Για το Χίτλερ, ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός είναι δίδυμοι, γιατί αγνοούν «αίμα και τιμή». Για ένα δημοκράτη, ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός είναι δίδυμοι, γιατί δεν υποκλίνονται μπροστά στην καθολική ψηφοφορία κλπ., κλπ.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ρεύματα που πιο πάνω παραθέσαμε έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Αλλά όλο το ζήτημα βρίσκεται στο γεγονός ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας δεν εξαντλείται ούτε με την καθολική ψηφοφορία, ούτε με το «αίμα και τιμή», ούτε με το δόγμα της άσπιλης σύλληψης. Το ιστορικό προτσές σημαίνει πρώτα απΆ όλα την πάλη των τάξεων. Επιπλέον, διαφορετικές τάξεις στο όνομα διαφορετικών σκοπών μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιήσουν όμοια μέσα. Ουσιαστικά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Οι στρατοί που συγκρούονται είναι πάντα λίγο ή πολύ συμμετρικοί. Αν δεν υπήρχε τίποτε το κοινό στις μέθοδες πάλης τους, δεν θα μπορούσαν να καταφέρουν πλήγματα ο ένας στον άλλον.
Αν ένας αμαθής χωρικός ή μαγαζάτορας, που δεν καταλαβαίνει ούτε την προέλευση, ούτε την έννοια του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μπουρζουαζία, ανακαλύψει ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά, θα αντικρίσει και τα δυο εμπόλεμα στρατόπεδα με το ίδιο μίσος. Και ποιοι είναι όλοι αυτοί οι δημοκράτες ηθικολόγοι; Ιδεολόγοι ενδιάμεσων στρωμάτων που βρίσκονται ή φοβούνται μήπως βρεθούν ανάμεσα σε δυο πυρά. Τα κύρια χαρακτηριστικά των προφητών αυτού του τύπου είναι η αποξένωσή τους από τα μεγάλα ιστορικά κινήματα, η αποστεωμένη συντηρητική νοοτροπία τους, μια αυτάρεσκη στενοκεφαλιά και μια πολύ πρωτόγονη πολιτική ανανδρία. Περισσότερο από οτιδήποτε, οι ηθικολόγοι αυτοί επιθυμούν να τους αφήσει η ιστορία ήσυχους, με τα βιβλιαράκια τους, τα περιοδικάκια τους, τους συνδρομητές τους, την κοινή λογική και τα ηθικολογικά τους σημειωματάρια. Αλλά η ιστορία δεν τους αφήνει σε ησυχία. Τους χτυπάει πότε από τα αριστερά, πότε από τα δεξιά. Είναι ολοφάνερο –επανάσταση και αντίδραση, τσαρισμός και μπολσεβικισμός, κομμουνισμός και φασισμός, σταλινισμός και τροτσκισμός– όλα είναι δίδυμα. Όποιος αμφιβάλλει γιΆ αυτό, μπορεί να ψηλαφίσει και να βρει τα συμμετρικά καρούμπαλα, τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερή πλευρά, στο κεφάλι των γνήσιων αυτών ηθικολόγων.
Η πιο δημοφιλής και πιο επιβλητική κατηγορία που εκτοξεύεται ενάντια στον μπολσεβίκικο «αμοραλισμό» βασίζεται στο λεγόμενο ιησουΐτικο αξίωμα του μπολσεβικισμού: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». ΑπΆ αυτό δεν είναι δύσκολο να φθάσουν στο παρακάτω συμπέρασμα: μια που οι τροτσκιστές, όπως όλοι οι μπολσεβίκοι (ή οι μαρξιστές), δεν αναγνωρίζουν τις αρχές της ηθικής, δεν υπάρχει, κατά συνέπεια, καμιά διαφορά «αρχής» ανάμεσα στον τροτσκισμό και το σταλινισμό. Όπερ έδει δείξαι.
Ένα ολότελα χυδαίο και κυνικό μηνιαίο αμερικανικό περιοδικό δημοσίευσε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την ηθική φιλοσοφία του μπολσεβικισμού. Το ερωτηματολόγιο, όπως συνηθίζεται, απόβλεπε στο να υπηρετήσει, ταυτόχρονα, ηθικούς και διαφημιστικούς σκοπούς. Ο αμίμητος Χ.Τζ.Ουέλς, που την αχαλίνωτη φαντασία του μόνο η ομηρική αυτοϊκανοποίησή του την ξεπερνά, δεν άργησε να ταχθεί αλληλέγγυος με τους αντιδραστικούς σνομπ του περιοδικού «Κοινή Λογική». Εδώ το καθετί μπήκε σε τάξη. Αλλά ακόμα και εκείνοι που θεώρησαν αναγκαίο να υπερασπιστούν τον μπολσεβικισμό, στις περισσότερες περιπτώσεις, το έκαναν όχι χωρίς δειλές υπεκφυγές (Ίστμαν): οι αρχές του μαρξισμού είναι, βέβαια, κακές, αλλά, παρόλα αυτά, ανάμεσα στους μπολσεβίκους υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι. Μα την αλήθεια, τέτοιοι «φίλοι» είναι πιο επικίνδυνοι από τους εχθρούς.
Αν θά Άπρεπε να πάρουμε στα σοβαρά τους κυρίους κατήγορους, τότε το πρώτο που θα είχαμε να κάνουμε θά Άταν να τους ρωτήσουμε: ποιες είναι οι δικές σας ηθικές αρχές; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο σπάνια απαντάει κανείς. Ας δεχτούμε για μια στιγμή πως ούτε προσωπικοί, ούτε κοινωνικοί σκοποί μπορούν να δικαιολογήσουν τα μέσα. Τότε είναι ολοφάνερο ότι πρέπει να αναζητήσουμε κριτήρια έξω από την ιστορική κοινωνία και από τους σκοπούς εκείνους που πηγάζουν από την εξέλιξή της. Αλλά πού; Αν όχι στη γη, τότε στους ουρανούς. Στη Θεία Αποκάλυψη οι παπάδες ανακάλυψαν, εδώ και πολύ καιρό, αλάθητα ηθικά κριτήρια. Οι κατώτεροι κληρικοί μιλούν για αιώνιες ηθικές αλήθειες χωρίς να ονομάζουν την αρχική τους πηγή. Ωστόσο, έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε: μια που αυτές οι αλήθειες είναι αιώνιες, θά Άπρεπε να υπήρχαν όχι μόνο πριν την εμφάνιση του μισοπίθηκου/μισοάνθρωπου πάνω στη γη, αλλά και πριν από την εξέλιξη του ηλιακού συστήματος. Από που λοιπόν πηγάσανε; Η θεωρία της αιώνιας ηθικής δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επιζήσει χωρίς το θεό.
Οι ηθικολόγοι του αγγλοσαξονικού τύπου, στο βαθμό που δεν περιορίζονται στον ορθολογιστικό ωφελιμισμό, την ηθικολογία της αστικής καταστιχογραφίας, εμφανίζονται συνειδητοί ή ασυνείδητοι μαθητές του κόμητα Σάφτσμπερι που –στις αρχές του 18ου αιώνα!– έβγαλε ηθικά διδάγματα από μια ιδιαίτερη «ηθική αίσθηση» που, υποτίθεται, έχει δοθεί μια για πάντα στην ανθρωπότητα. Η υπερταξική ηθική οδηγεί αναπόφευκτα στην αναγνώριση μιας ιδιαίτερης υπόστασης, μιας «ηθικής αίσθησης», μιας «συνείδησης», κάποιου είδους απόλυτου που δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ντροπαλό φιλοσοφικό ψευδώνυμο του θεού. Ανεξάρτητη από «σκοπούς» –δηλαδή ανεξάρτητη από την κοινωνία– η ηθική, είτε την συμπεράνουμε από τις αιώνιες αλήθειες είτε από τη «φύση του ανθρώπου», αποδείχνεται στο τέλος μια μορφή «φυσικής θεολογίας». Ο ουρανός μένει το μόνο οχυρό για στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στον διαλεκτικό υλισμό.
Στο τέλος του περασμένου αιώνα στη Ρωσία εμφανίστηκε μια ολόκληρη σχολή από «μαρξιστές» (Στρούβε, Μπέρντιεφ, Μπουλγκάκοφ και άλλοι) που θέλανε να συμπληρώσουν τις διδασκαλίες του Μαρξ με μια αυτάρκη, δηλαδή υπερταξική ηθική αρχή. Οι άνθρωποι αυτοί άρχισαν, βέβαια, με τον Καντ και την κατηγορική προσταγή. Αλλά πού κατέληξαν; Ο Στρούβε είναι τώρα ένας αποτραβηγμένος υπουργός του βαρόνου της Κριμαίας, Βράγκελ, και ένα πιστό τέκνο της Εκκλησίας. Ο Μπουλγκάκοφ είναι ορθόδοξος παπάς. Ο Μπέρντιεφ εκθέτει την αποκάλυψη σε διάφορες γλώσσες. Αυτές οι μεταμορφώσεις, που με την πρώτη ματιά φαίνονται τόσο απροσδόκητες, δεν εξηγούνται καθόλου με τη «σλαβική ψυχή» –ο Στρούβε έχει γερμανική ψυχή– αλλά από το χείμαρρο των κοινωνικών αγώνων στη Ρωσία. Στην ουσία, η θεμελιώδης τάση αυτής της μεταμόρφωσης είναι διεθνής.
Ο κλασικός φιλοσοφικός ιδεαλισμός, στο μέτρο που, στην εποχή του, απόβλεπε στο να κάνει εγκόσμια την ηθική, δηλαδή να την απελευθερώσει από τις θρησκευτικές κυρώσεις, αντιπροσώπευε ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος (Χέγκελ). Αλλά, ξεκόβοντας από τον ουρανό, η ηθική φιλοσοφία αναγκάστηκε να βρει ρίζες στη γη. Κι ένα από τα καθήκοντα του υλισμού ήταν να αποκαλύψει αυτές τις ρίζες. Μετά τον Σάφτσμπερι ήρθε ο Ντάρβιν, μετά τον Χέγκελ ο Μαρξ. Το να επικαλείσαι τώρα τις «αιώνιες ηθικές αλήθειες» σημαίνει να προσπαθείς να γυρίσεις τους τροχούς προς τα πίσω. Ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός δεν είναι παρά ένας σταθμός: από τη θρησκεία στον υλισμό ή, αντίστροφα, από τον υλισμό στη θρησκεία.
Το Τάγμα των Ιησουϊτών, που οργανώθηκε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα για να πολεμήσει τον προτεσταντισμό, ποτέ δεν δίδαξε, πρέπει να το πούμε αυτό, ότι κάθε μέσο, ακόμα κι όταν είναι εγκληματικό από την άποψη της καθολικής ηθικής, είναι θεμιτό, αρκεί να οδηγεί στο «σκοπό», δηλαδή στο θρίαμβο του καθολικισμού. Ένα τέτοιο εσωτερικά αντιφατικό και ψυχολογικά παράλογο δόγμα είχε μοχθηρά αποδοθεί στους ιησουΐτες από τους προτεστάντες και ως ένα μέρος από τους καθολικούς αντιπάλους τους, που δεν είχαν κανένα δισταγμό στην εκλογή των μέσων για την πραγματοποίηση των δικών τους σκοπών. Οι ιησουΐτες θεολόγοι που, όπως οι θεολόγοι όλων των άλλων σχολών, είχαν απασχοληθεί με το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης, στην πραγματικότητα δίδαξαν ότι το μέσο αυτό καθαυτό μπορεί να είναι ένα ζήτημα αδιάφορο, αλλά ότι η ηθική δικαίωση ή η καταδίκη του δοσμένου μέσου απορρέει από το σκοπό. Έτσι, ο φόνος αυτός καθαυτός είναι ένα ζήτημα αδιάφορο: το να πυροβολήσεις ένα λυσσασμένο σκυλί που απειλεί ένα παιδί –είναι αρετή. Το να πυροβολήσεις με σκοπό να βιάσεις ή να δολοφονήσεις –αυτό είναι έγκλημα. Πέρα απΆ αυτές τις κοινοτοπίες, οι θεολόγοι αυτού του Τάγματος δεν έκαναν καμιά άλλη διακήρυξη.
Όσο για την πρακτική ηθική τους, οι ιησουΐτες δεν ήταν καθόλου χειρότεροι από τους άλλους καλόγερους ή καθολικούς παπάδες. Αντίθετα, ήταν ανώτεροι απΆ αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, ήταν πιο συνεπείς, πιο τολμηροί και πιο οξυδερκείς. Οι ιησουΐτες αντιπροσώπευαν μια μαχητική οργάνωση, αυστηρά συγκεντρωτική, επιθετική και επικίνδυνη όχι μονάχα για τους εχθρούς, μα και για τους συμμάχους. Στην ψυχολογία και στη μέθοδο δράσης του, ο ιησουΐτης της «ηρωικής» περιόδου ξεχώριζε από ένα συνηθισμένο παπά όσο ο πολεμιστής μιας θρησκείας από εκείνον που την εμπορεύεται. Δεν έχουμε κανένα λόγο να εξιδανικεύσουμε τον ένα ή τον άλλο. Αλλά είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να αντικρίζεις έναν φανατικό πολεμιστή με τα μάτια που βλέπεις έναν στενοκέφαλο και νωθρό μαγαζάτορα.
Αν είναι να μείνουμε στο πεδίο των καθαρά τυπικών ή ψυχολογικών παρομοιώσεων, τότε μπορούμε, αν θέλετε, να πούμε ότι οι μπολσεβίκοι, σε σχέση με τους δημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες κάθε απόχρωσης, φαίνονται όπως φαίνονταν οι ιησουΐτες σε σχέση με την ειρηνική εκκλησιαστική ιεραρχία. Σε σύγκριση με τους επαναστάτες μαρξιστές, οι σοσιαλδημοκράτες και οι κεντριστές μοιάζουν σαν πνευματικά ανάπηροι ή σαν κομπογιαννίτες μπροστά σΆ ένα γιατρό: δεν σκέπτονται ένα πρόβλημα ως το τέλος του, αλλά πιστεύουν στη δύναμη του εξορκισμού και άνανδρα αποφεύγουν κάθε δυσκολία, ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Οι οπορτουνιστές είναι οι ειρηνικοί έμποροι των σοσιαλιστικών ιδεών, ενώ οι μπολσεβίκοι είναι οι απτόητοι πολεμιστές τους. Από εδώ πηγάζουν το μίσος και οι συκοφαντίες ενάντια στους μπολσεβίκους όλων εκείνων που έχουν στην πλάτη τους άφθονα από τα ιστορικά καθορισμένα ελαττώματα των μπολσεβίκων, αλλά καμιά από τις αρετές τους.
Ωστόσο, ο παραλληλισμός μπολσεβικισμού και ιησουϊτισμού μένει ολότελα μονόπλευρος και επιφανειακός, μάλλον φιλολογικού παρά ιστορικού τύπου. Από την άποψη του χαρακτήρα και των συμφερόντων των τάξεων εκείνων πάνω στις οποίες βασίζονταν, οι ιησουΐτες αντιπροσώπευαν την αντίδραση, οι προτεστάντες την πρόοδο. Με τη σειρά του, ο περιορισμένος χαρακτήρας αυτής της «προόδου», βρήκε την άμεση έκφραση του στην ηθική των προτεσταντών. Έτσι, οι διδασκαλίες του Χριστού, «φιλτραρισμένες» από τους προτεστάντες, δεν εμπόδισαν καθόλου τον αστό Λούθηρο να απαιτήσει να εκτελεστούν οι επαναστατημένοι χωρικοί σαν «λυσσασμένα σκυλιά». Ο δόκτωρ Μαρτίνος θεωρούσε προφανώς ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» πριν αυτό το αξίωμα να αποδοθεί στους ιησουΐτες. Με τη σειρά τους, οι ιησουΐτες, συναγωνιζόμενοι τους προτεστάντες, προσαρμόζονταν ολοένα και περισσότερο στο πνεύμα της αστικής κοινωνίας, και από τις τρεις επαγγελίες –φτώχεια, αγνότητα και υπακοή– διατήρησαν μόνο την τρίτη, κι αυτήν σε μια άκρως αμβλυμμένη μορφή. Από την άποψη του χριστιανικού ιδανικού, η ηθική των ιησουϊτών εκφυλιζόταν όσο αυτοί έπαυαν να είναι ιησουΐτες. Οι πολεμιστές της Εκκλησίας έγιναν οι γραφειοκράτες της Εκκλησίας και, όπως όλοι οι γραφειοκράτες, ολοκληρωμένοι απατεώνες.
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση είναι αρκετή, ίσως, για να δείξει πόση άγνοια και στενοκεφαλιά χρειάζεται για να πάρει κανείς στα σοβαρά την αντιπαράθεση στην «ιησουΐτικη» αρχή, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», μιας άλλης φαινομενικά ανώτερης ηθικής, σύμφωνα με την οποία κάθε «μέσο» κουβαλάει μαζί του τη δική του ηθική ταμπέλα, όπως τα εμπορεύματα έχουν τις καθορισμένες τιμές τους σε κάθε μαγαζί. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κοινή λογική του αγγλοσάξονα φιλισταίου έχει καταφέρει να αγανακτήσει με την «ιησουΐτικη» αρχή και ταυτόχρονα να εμπνευστεί από την ωφελιμιστική ηθική, την τόσο χαρακτηριστική της βρετανικής φιλοσοφίας. Παρόλα αυτά, το κριτήριο των Μπένθαμ – Τζον Μιλ, «η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία σΆ όσους το δυνατόν περισσότερους», σημαίνει ότι ηθικά είναι εκείνα τα μέσα που οδηγούν στην κοινή ευημερία σαν τον ανώτερο σκοπό. Στις γενικές του φιλοσοφικές διατυπώσεις ο αγγλοσαξονικός ωφελιμισμός συμπίπτει έτσι πλήρως με την «ιησουΐτικη» αρχή, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο εμπειρισμός, βλέπετε, υπάρχει στον κόσμο μόνο για να μας ελευθερώνει από την ανάγκη να προσδιορίσουμε τους σκοπούς που μας προσιδιάζουν.
Ο Χέρμπερτ Σπένσερ, που στον εμπειρισμό του μπόλιασε ο Ντάρβιν την ιδέα της «εξέλιξης» σαν ένα ειδικό εμβόλιο, δίδαξε ότι στη σφαίρα της ηθικής η εξέλιξη προχωρεί από τις «αισθήσεις» στις «ιδέες». Οι αισθήσεις επιβάλλουν το κριτήριο της άμεσης απόλαυσης, ενώ οι ιδέες επιτρέπουν στον άνθρωπο να κατευθύνεται από το κριτήριο της μελλοντικής, διαρκούς και ανώτερης απόλαυσης. Έτσι, το ηθικό κριτήριο είναι κι εδώ επίσης η «απόλαυση» και η «ευτυχία». Αλλά το περιεχόμενο αυτού του κριτηρίου αποκτά πλάτος και βάθος, που εξαρτώνται από το επίπεδο της «εξέλιξης». ΜΆ αυτόν τον τρόπο ακόμα και ο Χέρμπερτ Σπένσερ, με τις μέθοδες του δικού του «εξελικτικού» ωφελιμισμού, έδειξε ότι η αρχή, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν περιέχει τίποτε το ανήθικο.
Είναι, ωστόσο, αφέλεια να περιμένουμε από την αφηρημένη αυτή «αρχή» μια απάντηση στο πρακτικό ερώτημα: Τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να κάνουμε; Πέρα απΆ αυτό, η αρχή, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», θέτει, φυσικά, το ερώτημα: και τι αγιάζει το σκοπό; Στην πρακτική ζωή, όπως και στην ιστορική κίνηση, ο σκοπός και τα μέσα αλλάζουν διαρκώς θέσεις. Ένα μηχάνημα υπό κατασκευή είναι ένας παραγωγικός «σκοπός» και μόνο όταν μπει στο εργοστάσιο μπορεί να γίνει «μέσο». Η δημοκρατία σε ορισμένες περίοδες είναι ο «σκοπός» του ταξικού αγώνα, και μόνο αργότερα μπορεί να μετατραπεί σε «μέσο» του. Χωρίς να περικλείνει τίποτε το ανήθικο, η λεγόμενη ιησουΐτικη αρχή αδυνατεί, ωστόσο, να λύσει το ηθικό πρόβλημα.
Με τον ίδιο τρόπο, ο «εξελικτικός» ωφελιμισμός του Σπένσερ μας αφήνει στα μισά του δρόμου, χωρίς μια απάντηση, αφού, σύμφωνα με τον Ντάρβιν, προσπαθεί να διαλύσει τη συγκεκριμένη ιστορική ηθική στις βιολογικές ανάγκες ή στα «κοινωνικά ένστικτα» –χαρακτηριστικά των ζώων που ζούνε κατά αγέλες– και αυτό σε μια εποχή που η πραγματική κατανόηση της ηθικής αναδύεται αποκλειστικά από ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δηλαδή από μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις.
Ο αστικός εξελικτισμός σταματά ανίσχυρος στο κατώφλι της ιστορικής κοινωνίας γιατί δεν θέλει να αναγνωρίσει την κινητήρια δύναμη στην εξέλιξη των κοινωνικών μορφών: την πάλη των τάξεων. Η ηθική είναι μια από τις ιδεολογικές λειτουργίες σΆ αυτήν την πάλη. Η άρχουσα τάξη επιβάλλει τους δικούς της σκοπούς πάνω στην κοινωνία και την συνηθίζει να θεωρεί όλα αυτά τα μέσα που αντιτίθενται στους δικούς της σκοπούς σαν ανήθικα. Αυτή είναι ουσιαστικά η δουλειά της επίσημης ηθικής. Επιδιώκει τη «μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία» όχι για την πλειοψηφία, αλλά για μια μικρή και ολοένα συρρικνούμενη μειοψηφία. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα μπορούσε, μόνο με τη βία, να κρατήσει ούτε για μια βδομάδα. Έχει ανάγκη από το τσιμέντο της ηθικής. Η παραγωγή αυτού του τσιμέντου είναι το επάγγελμα των μικροαστών θεωρητικών και ηθικολόγων, που ακτινοβολούν όλα τα χρώματα της ίριδας, αλλά σε τελευταία ανάλυση παραμένουν οι απόστολοι της σκλαβιάς και της υποταγής.
Όποιος δεν θέλει να γυρίσει πίσω στο Μωυσή, στο Χριστό ή στο Μωάμεθ, όποιος δεν ικανοποιείται με εκλεκτικιστικά συνονθυλεύματα, πρέπει να αναγνωρίσει ότι η ηθική είναι προϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, ότι τίποτε σΆ αυτήν δεν είναι αμετάβλητο, ότι υπηρετεί κοινωνικά συμφέροντα, ότι αυτά τα συμφέροντα είναι αντιφατικά, ότι η ηθική, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή ιδεολογίας, έχει έναν ταξικό χαρακτήρα.
Μα δεν υπάρχουν μήπως στοιχειώδη ηθικά αξιώματα, που η ανθρωπότητα τα επεξεργάστηκε στην εξέλιξή της σαν όλο και που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη κάθε συλλογικού σώματος; Αναμφίβολα, τέτοια αξιώματα υπάρχουν, αλλά η επίδρασή τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη και ασταθής. Όσο πιο οξυμένο χαρακτήρα αποκτά η πάλη των τάξεων, τόσο λιγότερο ισχυροί γίνονται οι «υποχρεωτικοί για όλους» κανόνες. Η ανώτατη μορφή ταξικής πάλης είναι ο εμφύλιος πόλεμος, που τινάζει στον αέρα όλους τους ηθικούς δεσμούς ανάμεσα στις αντίπαλες τάξεις.
Κάτω από «ομαλές» συνθήκες, ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος τηρεί την εντολή: «Ου φονεύσεις». Αλλά αν σκοτώσει κανείς κάτω από εξαιρετικές συνθήκες αυτοάμυνας, το δικαστήριο τον αθωώνει. Αν πέσει θύμα δολοφόνου, το δικαστήριο θα θανατώσει το δολοφόνο. Η ανάγκη για δικαστήρια, όπως και για αυτοάμυνα, απορρέει από ανταγωνιστικά συμφέροντα. Όσον αφορά το κράτος, αυτό σε ειρηνικές περίοδες περιορίζεται σε νομιμοποιημένες εκτελέσεις ατόμων, έτσι που σε περίοδο πολέμου να μπορεί να μετατρέψει την «υποχρεωτική» εντολή, «Ου φονεύσεις», στο αντίθετό της. Οι πιο «ανθρωπιστικές» κυβερνήσεις, που σε ειρηνικές περίοδες «απεχθάνονται» τον πόλεμο, στη διάρκεια του πολέμου διακηρύσσουν ότι το ύψιστο καθήκον του στρατού τους είναι να εξοντώσει όσο μπορεί περισσότερους ανθρώπους.
Τα λεγόμενα «γενικώς αναγνωρισμένα» ηθικά αξιώματα έχουν ουσιαστικά έναν αλγεβρικό, δηλαδή απροσδιόριστο χαρακτήρα. Απλά εκφράζουν το γεγονός ότι ο άνθρωπος, στην ατομική του συμπεριφορά, δεσμεύεται από ορισμένους κοινούς κανόνες που απορρέουν από την ιδιότητά του ως μέλους της κοινωνίας. Η ανώτερη γενίκευση αυτών των κανόνων είναι η «κατηγορική προσταγή» του Καντ. Αλλά παρά το γεγονός ότι ο Καντ κατέχει μια υψηλή θέση στον φιλοσοφικό Όλυμπο, αυτή η προσταγή δεν ενσαρκώνει τίποτε το κατηγορικό γιατί δεν περιέχει τίποτε το συγκεκριμένο. Είναι ένα τσόφλι χωρίς περιεχόμενο.
Αυτή η κενότητα των υποχρεωτικών για όλους κανόνων, απορρέει από το γεγονός ότι σε όλα τα αποφασιστικά ζητήματα ο άνθρωπος νιώθει βαθύτερα και αμεσότερα πως είναι μέλος μιας τάξης παρά πως είναι μέλος μιας «κοινωνίας». Οι κανόνες της «υποχρεωτικής» ηθικής είναι στην πραγματικότητα γεμάτες με ταξικό, δηλαδή ανταγωνιστικό περιεχόμενο. Ο ηθικός κανόνας γίνεται τόσο περισσότερο κατηγορικός όσο λιγότερο είναι «υποχρεωτικός για όλους». Η αλληλεγγύη των εργατών, ιδιαίτερα των απεργών ή των μαχητών στα οδοφράγματα, είναι ασύγκριτα πιο «κατηγορική» από την ανθρώπινη γενικά αλληλεγγύη.
Η μπουρζουαζία, που ξεπερνά κατά πολύ το προλεταριάτο σε τελειότητα και αδιαλλαξία ταξικής συνείδησης, ενδιαφέρεται ζωτικά να επιβάλει τη δική της ηθική φιλοσοφία στις εκμεταλλευόμενες μάζες. ΓιΆ αυτόν ακριβώς το λόγο οι συγκεκριμένοι κανόνες της καπιταλιστικής κατήχησης κρύβονται κάτω από ηθικές αφαιρέσεις, πατροναρισμένες από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, ή από κείνο το νόθο πλάσμα που λέγεται «κοινή λογική». Η έκκληση σε αφηρημένους κανόνες δεν είναι ένα απλό, αμερόληπτο φιλοσοφικό λάθος, αλλά ένα αναγκαίο στοιχείο στο μηχανισμό της ταξικής απάτης. Η αποκάλυψη αυτής της απάτης, που διατηρεί στη ζωή την παράδοση χιλιάδων χρόνων, είναι το πρώτο καθήκον κάθε προλετάριου επαναστάτη.
Για να εξασφαλίσουν το θρίαμβο των συμφερόντων τους στα μεγάλα ζητήματα, οι κυρίαρχες τάξεις είναι υποχρεωμένες να κάνουν παραχωρήσεις στα δευτερεύοντα ζητήματα, και φυσικά μόνο στο βαθμό που αυτές οι παραχωρήσεις συμβιβάζονται με τα λογιστικά τους κατάστιχα. Στην εποχή της καπιταλιστικής ανόδου, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι παραχωρήσεις αυτές, τουλάχιστο όσον αφορά τα ανώτερα στρώματα του προλεταριάτου, ήταν πέρα για πέρα πραγματικές. Η βιομηχανία εκείνη την περίοδο αναπτυσσόταν σχεδόν αδιάκοπα. Η ευημερία των πολιτισμένων εθνών –κι ως ένα μέρος και των εργαζομένων μαζών– μεγάλωνε. Η δημοκρατία φαινόταν στερεή. Οι εργατικές οργανώσεις αναπτύσσονταν. Ταυτόχρονα, οι ρεφορμιστικές τάσεις βάθαιναν. Οι σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, τουλάχιστον εξωτερικά, αμβλύνονταν. Έτσι, ορισμένα στοιχειώδη ηθικά αξιώματα είχαν εγκαθιδρυθεί στις κοινωνικές σχέσεις, μαζί με τους κανόνες της δημοκρατίας και τις συνήθειες της συνεργασίας των τάξεων. Είχε δημιουργηθεί η εντύπωση για μια όλο και πιο ελεύθερη, πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η ανοδική γραμμή της προόδου φαινόταν ατέλειωτη στην «κοινή λογική».
Όμως, αντί γιΆ αυτό, ξέσπασε ο πόλεμος μαζί με μια σειρά από σπασμούς, κρίσεις, καταστροφές, επιδημίες και θηριωδίες. Η οικονομική ζωή της ανθρωπότητας έφτασε σε αδιέξοδο. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν και έγιναν πιο ωμοί. Οι ασφαλιστικές δικλίδες της δημοκρατίας άρχισαν να τινάζονται, η μια μετά την άλλη, στον αέρα. Τα στοιχειώδη ηθικά αξιώματα αποδείχτηκε ότι ήταν πιο εύθραυστα από τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις ρεφορμιστικές αυταπάτες. Το ψέμα, η συκοφαντία, η εξαχρείωση, η δωροδοκία, ο καταναγκασμός, ο φόνος, αναπτύχθηκαν σε χωρίς προηγούμενο διαστάσεις. ΣΆ έναν ζαλισμένο και αφελή, όλα αυτά τα εξοργιστικά φαινόμενα φαίνονταν σαν προσωρινό αποτέλεσμα του πολέμου. Στην πραγματικότητα ήταν και παραμένουν εκδηλώσεις της ιμπεριαλιστικής παρακμής. Η σήψη του καπιταλισμού δείχνει τη σήψη της σύγχρονης κοινωνίας μαζί με τους νόμους της και την ηθική της.
Η «σύνθεση» της ιμπεριαλιστικής αχρειότητας είναι ο φασισμός, άμεσος καρπός της χρεοκοπίας της αστικής δημοκρατίας μπροστά στα προβλήματα της ιμπεριαλιστικής εποχής. Απομεινάρια δημοκρατίας εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα μόνο στις πλούσιες καπιταλιστικές αριστοκρατίες: για κάθε «δημοκράτη» στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και το Βέλγιο υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός αποικιακών σκλάβων. «Εξήντα Οικογένειες» έχουν κάτω από τον έλεγχό τους τη Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών και ούτω καθεξής. Πέρα απΆ αυτό, φιντάνια του φασισμού φυτρώνουν με γοργό ρυθμό σε όλες τις δημοκρατίες. Ο σταλινισμός, με τη σειρά του, είναι το προϊόν της ιμπεριαλιστικής πίεσης πάνω σΆ ένα καθυστερημένο και απομονωμένο εργατικό κράτος –ένα ιδιόμορφο συμμετρικό συμπλήρωμα του φασισμού.
Ενώ οι ιδεαλιστές φιλισταίοι –ανάμεσα στους οποίους οι αναρχικοί κατέχουν, φυσικά, την πρώτη θέση– ξεσκεπάζουν ακούραστα τον μαρξιστικό «αμοραλισμό» από τον Τύπο τους, τα αμερικανικά τραστ, σύμφωνα με τον Τζον Λιούις του Συνεδρίου Βιομηχανικών Οργανώσεων (C.I.O.), ξοδεύουν όχι λιγότερα από 80 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο στον πρακτικό αγώνα ενάντια στην επαναστατική «ανηθικοποίηση», δηλαδή σε κατασκοπία, εξαγορά εργατών, συνωμοσίες και καταχθόνιες δολοφονίες. Η κατηγορική προσταγή προτιμά καμιά φορά πλάγιους δρόμους για το θρίαμβό της!
Είναι δίκαιο να σημειώσουμε ότι οι πιο ειλικρινείς και ταυτόχρονα οι πιο στενοκέφαλοι μικροαστοί ηθικολόγοι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να ζουν μέσα στις εξιδανικευμένες αναμνήσεις του χθες και να ελπίζουν στην επιστροφή του. Δεν καταλαβαίνουν ότι η ηθική είναι μια λειτουργία της ταξικής πάλης, ότι η δημοκρατική ηθική αντιστοιχεί στην εποχή του φιλελεύθερου και προοδευτικού καπιταλισμού, ότι η όξυνση της πάλης των τάξεων, περνώντας στην τελευταία της φάση, κατάστρεψε οριστικά και αμετάκλητα αυτή την ηθική και ότι στη θέση της ήρθε, από τη μια μεριά, η ηθική του φασισμού, και, από την άλλη, η ηθική της προλεταριακής επανάστασης.
Η δημοκρατία και η «γενικώς αναγνωρισμένη» ηθική δεν είναι τα μόνα θύματα του ιμπεριαλισμού. Ο τρίτος μάρτυρας είναι η «παγκόσμια» κοινή λογική. Η κατώτερη αυτή μορφή νόησης δεν είναι απλά αναγκαία κάτω απΆ όλες τις συνθήκες, μα και κάτω από ορισμένους όρους είναι ακόμα και επαρκής. Το βασικό κεφάλαιο της κοινής λογικής αποτελείται από στοιχειώδη συμπεράσματα γενικής εμπειρίας: μη βάζεις το δάκτυλο στη φωτιά, όταν μπορείς προχώρα ίσια στο δρόμο σου, μην πειράζεις άγρια σκυλιά κλπ., κλπ. Κάτω από ένα σταθερό κοινωνικό περιβάλλον η κοινή λογική φτάνει για να παζαρεύει κανείς, να φροντίζει την υγεία του, να γράφει άρθρα, να διευθύνει εργατικά συνδικάτα, να ψηφίζει στη βουλή, να παντρεύεται και να διαιωνίζει το είδος του. Αλλά όταν η ίδια αυτή κοινή λογική δοκιμάσει να προχωρήσει πέρα από τα καθορισμένα όριά της και να μπει στην αρένα πιο πολύπλοκων γενικεύσεων, παρουσιάζεται σαν ένα κουβάρι από προκαταλήψεις μιας ορισμένης τάξης και μιας ορισμένης εποχής. Μια απλή καπιταλιστική κρίση είναι αρκετή για να φέρει την κοινή λογική σε αδιέξοδο, και μπροστά σε τέτοιες καταστροφές όπως είναι η επανάσταση, η αντεπανάσταση και ο πόλεμος, η κοινή λογική αποδείχνεται μια καθαρή τρέλα. Για να καταλάβουμε τις καταστροφικές παραβιάσεις της «ομαλής» πορείας των γεγονότων χρειάζονται ανώτερες ιδιότητες νόησης, και αυτές έχουν εκφραστεί μέχρι τώρα φιλοσοφικά μόνο από τον διαλεκτικό υλισμό.
Ο Μαξ Ίστμαν, που με επιτυχία προσπαθεί να προικίσει την «κοινή λογική» με ένα πιο ελκυστικό φιλολογικό στιλ, δεν κατάφερε με την πάλη του ενάντια στη διαλεκτική τίποτε περισσότερο από το να δημιουργήσει ένα επάγγελμα για τον εαυτό του. Ο Ίστμαν παίρνει στα σοβαρά τις συντηρητικές κοινοτοπίες, τις ντυμένες μΆ ένα ωραίο στιλ, της κοινής λογικής σαν την «επιστήμη της επανάστασης». Υποστηρίζοντας τους αντιδραστικούς σνομπ του περιοδικού «Κοινή Λογική», βεβαιώνει την ανθρωπότητα με αμίμητη αυτοπεποίθηση ότι αν ο Τρότσκι καθοδηγούνταν όχι από τη μαρξιστική θεωρία, αλλά από την κοινή λογική, δεν θα ...έχανε την εξουσία. Η εσώτερη εκείνη διαλεκτική, που μέχρι τώρα εμφανίστηκε σε μια διαδοχή καθορισμένων σταδίων σΆ όλες τις επαναστάσεις, δεν υπάρχει για τον Ίστμαν. ΓιΆ αυτόν, ο παραμερισμός της επανάστασης από την αντίδραση οφείλεται στον ανεπαρκή σεβασμό προς την κοινή λογική. Ο Ίστμαν δεν καταλαβαίνει ότι ο Στάλιν είναι εκείνος που με μια ιστορική έννοια, έπεσε θύμα της κοινής λογικής, δηλαδή της ανεπάρκειάς της, αφού η εξουσία που κατέχει υπηρετεί σκοπούς εχθρικούς προς τον μπολσεβικισμό. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία μάς επέτρεψε να ξεκόψουμε έγκαιρα από τη θερμιδοριανή γραφειοκρατία και να συνεχίσουμε να υπηρετούμε τους σκοπούς του διεθνούς σοσιαλισμού.
Κάθε επιστήμη, μαζί και η «επιστήμη της επανάστασης», επαληθεύεται από την εμπειρία. Μια που ο Ίστμαν ξέρει καλά πώς να διατηρήσει την επαναστατική εξουσία κάτω από συνθήκες παγκόσμιας αντεπανάστασης, τότε θα ξέρει επίσης, ας το ελπίσουμε, το πώς να κατακτήσει την εξουσία. Πολύ θα επιθυμούσαμε να μας αποκαλύψει στο τέλος τα μυστικά του. Και ακόμα καλύτερα αν τό Άκανε αυτό με τη μορφή ενός σχεδίου προγράμματος για ένα επαναστατικό κόμμα με τον τίτλο: «Πώς να Καταχτάς και να Διατηρείς την Εξουσία». Φοβούμαστε, ωστόσο, ότι ακριβώς η κοινή λογική είναι εκείνη που θα τον αναγκάσει να παραιτηθεί από μια τέτοια επικίνδυνη δουλειά. Και αυτή τη φορά η κοινή λογική θά Άχει δίκιο.
Η μαρξιστική θεωρία, που, αλίμονο, ο Ίστμαν ποτέ δεν την κατάλαβε, μας επέτρεψε να προβλέψουμε το αναπόφευκτο, κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, του Σοβιετικού Θερμιδόρ με όλη την αλυσίδα των εγκλημάτων του. Η ίδια αυτή θεωρία, πριν από πολύ καιρό, πρόβλεψε το αναπόφευκτο της πτώσης της αστικής δημοκρατίας και της ηθικής της. Στο μεταξύ, οι δογματικοί της «κοινής λογικής» πιάστηκαν στον ύπνο από το φασισμό και το σταλινισμό. Η κοινή λογική λειτουργεί με αμετάβλητα μεγέθη μέσα σΆ έναν κόσμο όπου μόνο η αλλαγή είναι αμετάβλητη. Αντίθετα, η διαλεκτική παίρνει όλα τα φαινόμενα, τους θεσμούς και τους κανόνες στη γέννηση, την ανάπτυξη και την παρακμή τους. Η άποψη της διαλεκτικής ότι η ηθική είναι ένα δευτερεύον και παροδικό προϊόν της πάλης των τάξεων φαίνεται στην κοινή λογική σαν «αμοραλισμός». Κι όμως δεν υπάρχει τίποτε πιο μπαγιάτικο, πιο ρηχό, πιο γεμάτο αυτοϊκανοποίηση και κυνισμό από την ηθική της κοινής λογικής!
Οι Δίκες της Μόσχας πρόσφεραν την ευκαιρία για μια σταυροφορία ενάντια στον μπολσεβίκικο «αμοραλισμό». Ωστόσο, η σταυροφορία δεν άνοιξε μονομιάς. Η αλήθεια είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι ηθικολόγοι, άμεσα η έμμεσα, ήταν φίλοι του Κρεμλίνου. Σαν τέτοιοι προσπαθούσαν για καιρό να κρύψουν την κατάπληξή τους κι ακόμα προσποιούνταν ότι τίποτε το ασυνήθιστο δεν είχε συμβεί.
Αλλά οι Δίκες της Μόσχας δεν ήταν καθόλου ένα ατύχημα. Η δουλική υποταγή, η υποκρισία, η επίσημη λατρεία του ψέματος, η δωροδοκία και άλλες μορφές διαφθοράς είχαν αρχίσει ήδη να ανθούν στη Μόσχα από το 1924-1925. Οι μελλοντικές δικαστικές πλεκτάνες προετοιμάζονταν ανοικτά μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Δεν έλειψε η προειδοποίηση. Οι «φίλοι», όμως, δεν είχαν τη διάθεση να δούνε τίποτε. Δεν πρέπει να απορεί κανείς: οι περισσότεροι απΆ αυτούς τους κυρίους, ασυμφιλίωτα εχθρικοί την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης, έγιναν φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης στο βαθμό που προχωρούσε ο θερμιδοριανός εκφυλισμός της –οι μικροαστοί δημοκράτες της Δύσης αναγνώρισαν στη μικροαστική γραφειοκρατία της Ανατολής μια συγγενική ψυχή.
Οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν πραγματικά τις κατηγορίες της Μόσχας; Μόνο οι πιο ηλίθιοι. Οι άλλοι δεν επιθυμούσαν να μπουν στον κόπο της επαλήθευσης. Είναι μήπως λογικό να εκθέσεις σε κίνδυνο την κολακευτική, βολική και συχνά καλοπληρωμένη φιλία με τις σοβιετικές Πρεσβείες; Ύστερα –ω, δεν το ξέχασαν κι αυτό!– η αδιάκριτη αλήθεια μπορεί να βλάψει το γόητρο της ΕΣΣΔ. Οι άνθρωποι αυτοί έκριναν τα εγκλήματα με ωφελιμιστικά κριτήρια, δηλαδή εφαρμόζοντας ανοικτά την αρχή: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Ο Πριτ, ο σύμβουλος του βασιλιά της Αγγλίας, που τα κατάφερνε να συνδυάζει με επιτυχία τον τίτλο του ευγενούς με το ρόλο του συνηγόρου του σταλινισμού, αφού ανακάλυψε ότι το καθετί ήταν εντάξει, ανέλαβε την αδιάντροπη πρωτοβουλία. Ο Ρομέν Ρολάν, που το ηθικό του κύρος βρίσκεται υψηλά ανάμεσα στους σοβιετικούς εκδοτικούς οίκους, έσπευσε να τυπώσει ένα μανιφέστο του, στο οποίο ο μελαγχολικός λυρισμός πάει χέρι χέρι με τον ξεμωραμένο κυνισμό. Η Γαλλική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κατακεραύνωσε τον «αμοραλισμό του Λένιν και του Τρότσκι» το 1917, όταν αυτοί σπάσανε τη στρατιωτική συμμαχία με τη Γαλλία, έσπευσε το 1936 να κρίνει τα εγκλήματα του Στάλιν κάτω από το πρίσμα των συμφερόντων του Γάλλο-σοβιετικού Συμφώνου. Ένας πατριωτικός σκοπός αγιάζει, όπως είναι γνωστό, κάθε μέσο. «Το Έθνος» και «Η Νέα Δημοκρατία» έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στα κατορθώματα του Γιαγκόντα, μια και η «φιλία» τους με την ΕΣΣΔ εγγυούνταν το δικό τους κύρος. Πριν ένα μόλις χρόνο αυτοί οι κύριοι κάθε άλλο παρά διακήρυσσαν ότι ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Έπαιρναν ανοιχτά το μέρος του Στάλιν, για το ρεαλισμό του, για τη δικαιοσύνη του και για τον Γιαγκόντα του. Κρατήθηκαν σΆ αυτή τη θέση όσο περισσότερο μπορούσαν.
Μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης του Τουχατσέφσκι, του Γιακίρ και των άλλων στρατηγών, η μεγάλη μπουρζουαζία των δημοκρατικών χωρών παρακολουθούσε την εκτέλεση των επαναστατών στην ΕΣΣΔ, όχι χωρίς ευχαρίστηση, αν και κάτω από μια επίφαση απέχθειας. ΜΆ αυτήν την έννοια «Το Έθνος» και «Η Νέα Δημοκρατία», για να μη μιλήσουμε για τον Ντιούραντι, τον Λουίς Φίσερ και τις συγγενικές τους εκπορνευμένες πένες, απηχούσαν στο ακέραιο τα συμφέροντα του «δημοκρατικού» ιμπεριαλισμού. Η εκτέλεση των στρατηγών τρόμαξε την μπουρζουαζία, αναγκάζοντάς την να καταλάβει ότι η προχωρημένη αποσύνθεση του σταλινικού μηχανισμού διευκόλυνε το έργο του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Μικάδο. Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», με προφύλαξη, αλλά και επιμονή, άρχισαν να διορθώνουν το δικό τους Ντιούραντι. Στο Παρίσι «Ο Χρόνος» άνοιξε τις στήλες του για να χύσει λίγο φως στην πραγματική κατάσταση της ΕΣΣΔ. Όσο για τους μικροαστούς ηθικολόγους και κόλακες, αυτοί δεν ήταν τίποτε περισσότερο από δουλικές απηχήσεις της καπιταλιστικής τάξης. Επιπλέον, όταν η Διεθνής Επιτροπή Έρευνας, με πρόεδρο τον Τζον Ντιούι, δημοσίευσε την ετυμηγορία της, έγινε καθαρό σε κάθε άνθρωπο που είχε λίγο μυαλό ότι η παραπέρα ανοικτή υπεράσπιση της Γκε Πε Ου ισοδυναμούσε με κίνδυνο πολιτικού και ηθικού θανάτου. Μόνο εκείνη τη στιγμή οι «φίλοι» αποφάσισαν να φέρουν τις αιώνιες ηθικές αλήθειες στον κόσμο του θεού, δηλαδή να υποχωρήσουν στη δεύτερη σειρά χαρακωμάτων.
Οι τρομοκρατημένοι σταλινικοί και μισοσταλινικοί δεν κατέχουν την τελευταία θέση ανάμεσα στους ηθικολόγους. Ο Εβγκένι Λάιον για αρκετά χρόνια συγκατοικούσε ευγενικά με τη θερμιδοριανή κλίκα, θεωρώντας τον εαυτό του σχεδόν μπολσεβίκο. Αποτραβηγμένος από το Κρεμλίνο –για λόγους που μας είναι αδιάφοροι– υψώθηκε, όπως ήταν φυσικό, αμέσως στα σύννεφα του ιδεαλισμού. Ο Λίστον Όουκ είχε μέχρι τελευταία τόσο πολύ την εμπιστοσύνη της Κόμιντερν ώστε του ανατέθηκε να κατευθύνει την αγγλική προπαγάνδα υπέρ της δημοκρατικής Ισπανίας. Αυτό δεν τον εμπόδισε, φυσικά, μόλις παράτησε το πόστο του να παρατήσει επίσης και το μαρξιστικό αλφάβητο. Ο εκπατρισμένος Βάλτερ Κριβίτσκι, διακόπτοντας τις σχέσεις του με την Γκε Πε Ου, προσχώρησε αμέσως στην αστική δημοκρατία. Προφανώς αυτή είναι επίσης η μεταμόρφωση του υπέργηρου Σαρλ Ράποπορ. Έχοντας πετάξει το σταλινισμό στη θάλασσα, οι άνθρωποι αυτού του είδους –και είναι πολλοί– είναι αδύνατο να μη ζητήσουν αποζημίωση στα δόγματα της αφηρημένης ηθικής για την απογοήτευση και τον ξεπεσμό των ιδεωδών που γνώρισαν. Ρωτήστε τους: «Γιατί μεταπηδήσατε από τις γραμμές της Κόμιντερν ή της Γκε Πε Ου στο στρατόπεδο της μπουρζουαζίας;». Έχουν έτοιμη την απάντηση: «Ο τροτσκισμός δεν είναι καλύτερος από το σταλινισμό».
«Ο τροτσκισμός είναι επαναστατικός ρομαντισμός. Ο σταλινισμός είναι πρακτική πολιτική». Από τη χυδαία αυτή αντιπαράθεση, με την οποία ο μέσος φιλισταίος δικαιολογούσε ως τα χθες τη φιλία του με το Θερμιδόρ ενάντια στην Επανάσταση, δεν απομένει σήμερα ούτε ίχνος. Γενικά, σήμερα ο τροτσκισμός και ο σταλινισμός δεν αντιπαραθέτονται αλλά ταυτίζονται. Ταυτίζονται, όμως, μόνο στη μορφή, όχι στην ουσία. Έχοντας υποχωρήσει στον μεσημβρινό της «κατηγορικής προσταγής», οι δημοκράτες συνεχίζουν στην πραγματικότητα να υπερασπίζουν την Γκε Πε Ου, αλλά αυτή τη φορά με καλύτερο καμουφλάζ και μεγαλύτερη δυσπιστία. Αυτός που συκοφαντεί το θύμα βοηθάει τον εκτελεστή. ΣΆ αυτή την περίπτωση, όπως και σε άλλες, η ηθική υπηρετεί την πολιτική.
Ο δημοκράτης φιλισταίος και ο σταλινικός γραφειοκράτης είναι, αν όχι δίδυμοι, αδελφοί στο πνεύμα. Όπως και νά Άχει, πολιτικά ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο. Το σημερινό κυβερνητικό σύστημα της Γαλλίας και –αν προσθέσουμε τους αναρχικούς– της δημοκρατικής Ισπανίας, βασίζονται στη συνεργασία των σταλινικών, των σοσιαλδημοκρατών και των φιλελευθέρων. Αν το βρετανικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα φαίνεται αναστατωμένο, είναι γιατί για ορισμένα χρόνια δεν αποτραβήχτηκε από το αγκάλιασμα της Κόμιντερν. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα διέγραψε τους τροτσκιστές από τις γραμμές του ακριβώς όταν ετοιμάστηκε να ενωθεί με τους σταλινικούς. Αν η ενοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε, δεν ήταν γιατί υπήρχαν διαφορές αρχών –τι απομένει πια απΆ αυτές;– αλλά γιατί οι σοσιαλδημοκράτες καριερίστες φοβούνταν για τα πόστα τους. Επιστρέφοντας από την Ισπανία, ο Νόρμαν Τόμας δήλωσε ότι «αντικειμενικά» οι τροτσκιστές βοηθούν το Φράνκο, και μΆ αυτή του την υποκειμενική ηλιθιότητα πρόσφερε «αντικειμενική» υπηρεσία στους δήμιους της Γκε Πε Ου. Ο ακριβοδίκαιος αυτός άνθρωπος διέγραψε τους αμερικάνους «τροτσκιστές» από το κόμμα του, ακριβώς όπως η Γκε Πε Ου τσάκισε τους ομοϊδεάτες τους στην ΕΣΣΔ και στην Ισπανία. Σε πολλές δημοκρατικές χώρες οι σταλινικοί, παρόλο τους τον «αμοραλισμό», έχουν διεισδύσει στον κρατικό μηχανισμό όχι χωρίς επιτυχία. Στα εργατικά συνδικάτα συγκατοικούν άνετα με γραφειοκράτες άλλων αποχρώσεων. Πραγματικά, οι σταλινικοί κρατάνε εξαιρετικά ελαφρόμυαλη στάση απέναντι στον Ποινικό Κώδικα και μΆ αυτό τον τρόπο τρέπουν σε φυγή τους «δημοκράτες» φίλους τους σε ειρηνικές περίοδες. Σε εξαιρετικές, όμως, περιστάσεις, όπως έδειξε το παράδειγμα της Ισπανίας, γίνονται ακόμα πιο σίγουρα οι αρχηγοί της μικρομπουρζουαζίας ενάντια στο προλεταριάτο.
Η Δεύτερη Διεθνής και η Διεθνής του ¶μστερνταμ δεν πήραν, φυσικά, πάνω τους την ευθύνη για τις σκευωρίες. Αυτή τη δουλειά την άφησαν στην Κόμιντερν (Κομμουνιστική Διεθνή). Οι ίδιες κάθισαν ήσυχες. Ιδιωτικά εξήγησαν ότι από «ηθική» άποψη ήταν ενάντια στον Στάλιν, αλλά από πολιτική άποψη ήταν μαζί του. Μόνο όταν το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία ράγισε ανεπανόρθωτα και υποχρέωσε τους Σοσιαλιστές να σκεφτούν για το αύριο, ο Λεόν Μπλουμ βρήκε, στο βάθος του καλαμαριού του, τις αναγκαίες φόρμουλες για ηθική αγανάκτηση.
Αν ο Ότο Μπάουερ καταδίκασε με μισόλογα τη δικαιοσύνη του Βισίνσκι, το έκανε μόνο και μόνο για να υποστηρίξει την πολιτική του Στάλιν με μεγαλύτερη «αμεροληψία». Η μοίρα του σοσιαλισμού, σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του Μπάουερ, είναι δεμένη με τη μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης. «Και η μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης», συνεχίζει, «είναι η μοίρα του σταλινισμού όσο (!) η εσωτερική ανάπτυξη της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης δεν ξεπερνά τη σταλινική φάση ανάπτυξης». Ολόκληρος ο Μπάουερ, ολόκληρος ο Αυστρομαρξισμός, ολόκληρη η ψευτιά και η σαπίλα της Σοσιαλδημοκρατίας, βρίσκονται συγκεντρωμένα στην αξιοσημείωτη αυτή φράση: «Όσο» η σταλινική γραφειοκρατία θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να σκοτώνει τους προοδευτικούς εκπροσώπους της «εσωτερικής ανάπτυξης», ο Μπάουερ θα είναι κολλημένος πάνω στον Στάλιν. Όταν, σε πείσμα του Μπάουερ, οι επαναστατικές δυνάμεις ανατρέψουν τον Στάλιν, τότε ο Μπάουερ θα αναγνωρίσει γενναιόφρονα την «εσωτερική ανάπτυξη» –με καθυστέρηση όχι μεγαλύτερη από 10 χρόνια.
Πίσω από τις παλιές Διεθνείς σέρνονται οι κεντριστές, το Γραφείο του Λονδίνου, που συνδυάζει με επιτυχία τα χαρακτηριστικά ενός παιδικού κήπου, ενός σχολειού διανοητικά καθυστερημένων εφήβων και ενός ασύλου αναπήρων. Ο γραμματέας του Γραφείου, Φένερ Μπροκγουέι, άρχισε με τη διακήρυξη ότι η έρευνα για τις Δίκες της Μόσχας θα μπορούσε να «βλάψει την ΕΣΣΔ», και πρότεινε, αντίθετα, μια έρευνα για ...την πολιτική δραστηριότητα του Τρότσκι από μια «αμερόληπτη» επιτροπή που θα την αποτελούσαν πέντε άσπονδοι εχθροί του Τρότσκι. Ο Μπράντλερ και ο Λόβστοουν τάχτηκαν ανοικτά αλληλέγγυοι με το Γιαγκόντα. Διαχώρισαν τη θέση τους μόνο από το Γιέζοφ. Ο Γιάκομπ Βάλχερ, μΆ ένα φανερά ψεύτικο πρόσχημα, αρνήθηκε να κάνει δυσμενή κατάθεση για τον Στάλιν στη Διεθνή Επιτροπή που προεδρευόταν από τον Τζον Ντιούι. Η σάπια ηθική αυτών των ανθρώπων είναι προϊόν της σάπιας πολιτικής τους.
Αλλά ο πιο αξιοθρήνητος ρόλος είναι ίσως εκείνος που παίξανε οι αναρχικοί. Αν ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός είναι ένα και το ίδιο πράγμα, όπως διαβεβαιώνουν σε κάθε τους φράση, τότε γιατί οι ισπανοί αναρχικοί βοηθούν τους σταλινικούς να εκδικηθούν τους τροτσκιστές και ταυτόχρονα τους επαναστάτες αναρχικούς; Οι πιο ειλικρινείς αναρχικοί θεωρητικοί απαντούν: αυτό είναι το τίμημα για τα πολεμοφόδια. Με άλλα λόγια: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αλλά ποιος είναι ο σκοπός τους: Ο αναρχισμός; Ο σοσιαλισμός; Όχι, όχι, –απλά η διάσωση της ίδιας εκείνης αστικής δημοκρατίας που προετοίμασε την επιτυχία του φασισμού. Στους ταπεινούς σκοπούς αντιστοιχούν πάντα ταπεινά μέσα.
Αυτή είναι η πραγματική διάταξη στα πιόνια της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας.
Η Ρωσία έκανε το μεγαλύτερο άλμα στην ιστορία, ένα άλμα στο οποίο οι πιο προοδευτικές δυνάμεις της χώρας βρήκαν την έκφρασή τους. Τώρα, στη σημερινή αντίδραση, που η ορμή της είναι ανάλογη με την ορμή τής τότε επανάστασης, η καθυστέρηση παίρνει την εκδίκησή της. Ο σταλινισμός ενσαρκώνει αυτή την αντίδραση. Η βαρβαρότητα της παλιάς ρωσικής ιστορίας πάνω σε νέες κοινωνικές βάσεις φαίνεται ακόμα πιο αποκρουστική γιατί είναι υποχρεωμένη να κρύβεται πίσω από μια υποκρισία που δεν έχει το προηγούμενο της στην ιστορία.
Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες της Δύσης, που η Ρωσική Επανάσταση τους είχε αναγκάσει να αμφιβάλουν για τις σάπιες ιδέες τους, δοκιμάζουν τώρα ένα νέο κύμα κουράγιου. Η ηθική γάγγραινα της σοβιετικής γραφειοκρατίας τούς φάνηκε σαν αποκατάσταση του φιλελευθερισμού. Τα τετράδια με τα στερεότυπα σύρονται ξανά στο φως της ημέρας: «Κάθε δικτατορία κρύβει μέσα της τους σπόρους του ίδιου του εκφυλισμού της», «Μόνο η δημοκρατία εγγυάται την ανάπτυξη της προσωπικότητας» κλπ., κλπ. Η αντιπαράθεση δημοκρατίας και δικτατορίας, που στη δοσμένη περίπτωση περιλαμβάνει την καταδίκη του σοσιαλισμού προς όφελος του αστικού καθεστώτος, προκαλεί κατάπληξη από θεωρητική άποψη με την αγραμματοσύνη και την ασυνειδησία της. Η σταλινική μόλυνση –μια ιστορική πραγματικότητα, αντιπαρατίθεται στη δημοκρατία –σε μια υπεριστορική αφαίρεση. Αλλά και η δημοκρατία έχει επίσης μια ιστορία από την οποία δεν λείπει η μόλυνση. Για να χαρακτηρίσουμε τη σοβιετική γραφειοκρατία, δανειστήκαμε τους όρους «Θερμιδόρ» και «Βοναπαρτισμός» από την ιστορία της αστικής δημοκρατίας γιατί –ας γίνει κι αυτό γνωστό στους όψιμους δογματικούς του φιλελευθερισμού– η δημοκρατία δεν ήρθε καθόλου στον κόσμο από το δημοκρατικό δρόμο. Μόνο ένα χυδαίο πνεύμα μπορεί να ικανοποιηθεί αναμασώντας τη θεωρία ότι ο βοναπαρτισμός ήταν «ο φυσικός καρπός» του γιακομπινισμού, η ιστορική τιμωρία για την παραβίαση της δημοκρατίας κλπ. Δίχως τα δίκαια μέτρα των Γιακομπίνων ενάντια στο φεουδαλισμό, η αστική δημοκρατία θα ήταν απολύτως αδιανόητη. Η αντιπαράθεση των συγκεκριμένων ιστορικών φάσεων του γιακομπινισμού, του θερμιδόρ και του βοναπαρτισμού στην εξιδανικευμένη αφαίρεση της «δημοκρατίας» είναι τόσο ανόητη όσο η αντιπαράθεση των πόνων της γέννας σΆ ένα ζωντανό παιδί.
Ο σταλινισμός με τη σειρά του δεν είναι μια αφηρημένη έννοια της «δικτατορίας», αλλά μια τεράστια γραφειοκρατική αντίδραση ενάντια στην προλεταριακή δικτατορία σε μια καθυστερημένη και απομονωμένη χώρα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση κατάργησε τα προνόμια, κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στην κοινωνική ανισότητα, αντικατέστησε τη γραφειοκρατία με την αυτοκυβέρνηση των εργαζομένων, κατάργησε τη μυστική διπλωματία, πάσχισε να κάνει όλες τις κοινωνικές σχέσεις εντελώς διάφανες. Ο σταλινισμός εγκαθίδρυσε ξανά τις πιο αποκρουστικές μορφές προνομίων και έδωσε στην ανισότητα προκλητικό χαρακτήρα, στραγγάλισε την αυτενέργεια των μαζών με τον αστυνομικό απολυταρχισμό, μεταμόρφωσε τη διοίκηση σε μονοπώλιο της ολιγαρχίας του Κρεμλίνου και ξανάφερε στη ζωή το φετιχισμό της εξουσίας με μορφές που δεν θα τολμούσε να ονειρευτεί ούτε η απόλυτη μοναρχία.
Η κοινωνική αντίδραση, σΆ όλες της τις μορφές, είναι υποχρεωμένη να κρύβει τους πραγματικούς της σκοπούς. Όσο πιο απότομο είναι το πέρασμα από την επανάσταση στην αντίδραση, τόσο περισσότερο η αντίδραση εξαρτάται από τις παραδόσεις της επανάστασης, δηλαδή τόσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος της μπροστά στις μάζες –τόσο περισσότερο είναι αναγκασμένη να καταφεύγει στο ψέμα και στη σκευωρία στον αγώνα της ενάντια στους εκπροσώπους της επανάστασης. Οι σταλινικές σκευωρίες δεν είναι καρπός του μπολσεβίκικου «αμοραλισμού». Όχι, όπως όλα τα σημαντικά γεγονότα στην ιστορία, είναι προϊόν ενός συγκεκριμένου κοινωνικού αγώνα και μάλιστα του πιο ύπουλου και του πιο σκληρού απΆ όλους: του αγώνα μιας καινούριας αριστοκρατίας ενάντια στις μάζες που την ανέβασαν στην εξουσία.
Πραγματικά, χρειάζεται απεριόριστη πνευματική και ηθική αμβλύτητα για να ταυτίσει κανείς την αντιδραστική αστυνομική ηθική του σταλινισμού με την επαναστατική ηθική των μπολσεβίκων. Το κόμμα του Λένιν έχει πάψει από πολύν καιρό να υπάρχει –συντρίφτηκε ανάμεσα στις εσωτερικές δυσχέρειες και στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Στη θέση του υψώθηκε η σταλινική γραφειοκρατία, μεταβιβαστικός μηχανισμός του ιμπεριαλισμού. Σε παγκόσμια κλίμακα, η γραφειοκρατία αντικατέστησε την πάλη των τάξεων με τη συνεργασία των τάξεων και το διεθνισμό με το σοσιαλπατριωτισμό. Για να προσαρμόσει το κυβερνητικό κόμμα στους σκοπούς της αντίδρασης, η γραφειοκρατία «ανανέωσε» τη σύνθεσή του, εκτελώντας τους επαναστάτες και στρατολογώντας καριερίστες.
Κάθε αντίδραση ξαναγεννά, τρέφει και δυναμώνει εκείνα τα στοιχεία του ιστορικού παρελθόντος που η επανάσταση χτύπησε, αλλά δεν μπόρεσε να εξαφανίσει. Οι μέθοδες του σταλινισμού οδηγούν στην πιο μεγάλη ένταση, σΆ ένα κορύφωμα και ταυτόχρονα σΆ έναν παραλογισμό όλες εκείνες τις μέθοδες της ψευτιάς, της κτηνωδίας και της χαμέρπειας που αποτελούν το μηχανισμό ελέγχου σε κάθε ταξική κοινωνία, συμπεριλαμβανόμενης και της δημοκρατίας. Ο σταλινισμός είναι μονάχα ένας κρίκος σΆ όλες τις τερατωδίες του ιστορικού κράτους –η πιο μοχθηρή καρικατούρα του και η πιο αποκρουστική του γκριμάτσα. Όταν οι εκπρόσωποι της παλιάς κοινωνίας αντιπαρατάσσουν πουριτανικά μια αποστειρωμένη δημοκρατική αφαίρεση στη γάγγραινα του σταλινισμού, με όλο μας το δίκιο μπορούμε να τους συστήσουμε –όπως και στους εκπροσώπους κάθε παλιάς κοινωνίας– να κοιτάξουν τον εαυτό τους μέσα στον παραμορφωτικό καθρέφτη του σταλινικού Θερμιδόρ. Αληθινά, η Γκε Πε Ου ξεπερνά κατά πολύ όλα τα άλλα καθεστώτα με την ωμότητα των εγκλημάτων της. Αλλά αυτό απορρέει από την τεράστια έκταση των γεγονότων που συγκλονίζουν τη Ρωσία κάτω από την επίδραση της εξαχρείωσης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.