MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Έργα> Η ηθική τους και η ηθική μας> Μέρος Α΄



Λεόν Τρότσκι

Η ηθική τους και η ηθική μας

Μέρος Α΄


Προηγούμενο: Προλεγόμενα
Επόμενο: Μέρος Β΄

Η­θι­κές Α­να­θυ­μιά­σεις

Σε μια ε­πο­χή ό­που η α­ντί­δρα­ση θριαμ­βεύ­ει, οι κ.κ. δη­μο­κρά­τες, σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες, α­ναρ­χι­κοί και άλ­λοι εκ­πρό­σω­ποι του «α­ρι­στε­ρού» στρα­το­πέ­δου, αρ­χί­ζουν να δι­πλα­σιά­ζουν τις συ­νη­θι­σμέ­νες η­θι­κές α­να­θυ­μιά­σεις τους, όμοια με τους αν­θρώ­πους εκεί­νους που τους πιάνει ταχύ­πνοια μπρο­στά στο φό­βο. Πα­ρα­φρά­ζο­ντας τις Δέ­κα Ε­ντο­λές ή την Ο­μι­λί­α του Ό­ρους των Ε­λαιών, οι η­θι­κο­λό­γοι αυ­τοί απευθύνονται ό­χι τό­σο στη θρι­αμ­βεύ­ου­σα α­ντί­δρα­ση ό­σο στους ε­πα­να­στά­τες εκεί­νους που υ­πο­φέ­ρουν κά­τω α­πό τις διώ­ξεις της, γιατί με τις «υ­περ­βο­λές» και τις «α­μο­ρα­λι­στι­κές» αρ­χές τους «προ­κα­λούν» την α­ντί­δρα­ση και την δι­καιώ­νουν ηθικά. Επι­πλέον, προ­τεί­νουν έ­ναν α­πλό, μα σί­γου­ρο τρό­πο για την α­πο­φυ­γή της αντί­δρασης: το μό­νο που χρειά­ζε­ται εί­ναι να πα­λεύ­ει κα­νείς και η­θι­κά για να α­να­νε­ώ­νει τον ε­αυ­τό του. Δείγ­μα­τα η­θι­κής τε­λειό­τη­τας, για ό­σους τα χρειά­ζο­νται, προ­σφέ­ρο­νται δω­ρε­άν απΆ ό­λα τα εν­δια­φε­ρό­με­να εκ­δο­τι­κά γρα­φεί­α.

Η τα­ξι­κή βά­ση του ψεύ­τι­κου και πο­μπώ­δους αυ­τού κη­ρύγ­μα­τος εί­ναι η μικροαστική ιντε­λιγκέ­ντσια Η πο­λι­τι­κή βά­ση – η α­δυ­να­μί­α και η σύγ­χυ­σή τους μπρο­στά στην α­ντί­δρα­ση που πλη­σιά­ζει. Η ψυ­χο­λο­γι­κή βά­ση – η προ­σπά­θεια τους να υ­περ­νι­κή­σουν το αί­σθη­μα της δι­κής τους κα­τω­τε­ρό­τη­τας, με­ταμ­φιε­ζό­με­νοι με τη γε­νειά­δα ε­νός προ­φή­τη.

Η α­γα­πη­μέ­νη μέ­θο­δος του η­θι­κο­λό­γου φι­λι­σταί­ου εί­ναι να κατα­χω­ρεί τη συ­μπε­ρι­φο­ρά της α­ντί­δρα­σης και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά της ε­πα­νά­στα­σης κάτω από τον ίδιο τίτλο. Και πε­τυ­χαί­νει στο τέ­χνα­σμά του, κα­τα­φεύ­γο­ντας σε τυ­πι­κές α­να­λογίες. ΓιΆ αυ­τόν, ο τσα­ρι­σμός και ο μπολ­σε­βι­κι­σμός εί­ναι δί­δυ­μοι. Δί­δυ­μοι ε­πί­σης α­πο­κα­λύ­πτο­νται ο φα­σι­σμός και ο κομμουνισμός. Κά­νει μια α­πο­γρα­φή των κοι­νών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του κα­θο­λι­κι­σμού –ή ει­δι­κό­τε­ρα του ι­η­σου­ϊ­τι­σμού– και του μπολ­σεβικι­σμού. Από την πλευ­ρά τους, ο Χί­τλερ και ο Μου­σο­λί­νι, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την ί­δια α­κρι­βώς μέ­θο­δο, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­τι ο φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, η δη­μο­κρα­τί­α και ο μπολ­σε­βι­κι­σμός δεν εί­ναι πα­ρά δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις ε­νός και του ί­διου κακού. Η α­ντί­λη­ψη ό­τι ο στα­λι­νι­σμός και ο τρο­τσκι­σμός εί­ναι «ου­σια­στι­κά» έ­να και το ί­διο πράγ­μα, έ­χει τώ­ρα την κοι­νή ε­πι­δο­κι­μα­σί­α των φι­λε­λευ­θέ­ρων, των δη­μο­κρα­τών, των α­φο­σιω­μέ­νων κα­θο­λι­κών, των ι­δε­α­λι­στών, των πραγ­μα­τι­στών, των α­ναρ­χι­κών και των φα­σιστών. Αν οι στα­λι­νι­κοί α­δυ­να­τούν να προ­σχω­ρή­σουν σΆ αυ­τό το «Λα­ϊ­κό Μέ­τω­πο» εί­ναι μό­νο και μό­νο για­τί, κα­τά σύ­μπτω­ση, εί­ναι α­πα­σχο­λη­μέ­νοι με την ε­ξό­ντω­ση των τρο­τσκιστών.

Το βα­σι­κό γνώ­ρι­σμα αυ­τών των προ­σεγ­γί­σε­ων και πα­ρο­μοιώ­σε­ων βρί­σκε­ται στο γεγονός ό­τι α­γνο­ούν πλή­ρως την υ­λι­κή βά­ση των δια­φό­ρων ρευ­μά­των, δη­λα­δή την τα­ξι­κή τους φύ­ση και, κα­τά συ­νέ­πεια, τον α­ντι­κει­με­νι­κό ι­στο­ρι­κό τους ρό­λο. Α­ντί­θε­τα, ε­κτι­μούν και τα­ξι­νο­μούν δια­φο­ρε­τι­κά ρεύ­μα­τα, σύμ­φω­να με κά­ποια ε­ξω­τε­ρι­κή και δευ­τε­ρεύ­ου­σα εκ­δή­λω­ση, και πο­λύ συ­χνά σύμ­φω­να με τη δι­κή τους σχέ­ση με τη μια ή την άλ­λη α­φη­ρη­μέ­νη αρ­χή, που για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο τα­ξι­νο­μη­τή έ­χει μια ει­δι­κή ε­παγ­γελ­μα­τι­κή α­ξί­α. Έ­τσι, για τον πά­πα της Ρώ­μης, οι μα­σό­νοι και οι δαρ­βι­νι­στές, οι μαρ­ξι­στές και οι α­ναρ­χι­κοί, εί­ναι δί­δυ­μοι, για­τί ό­λοι αυ­τοί αρ­νού­νται ιε­ρό­συ­λα την ά­σπι­λη σύλ­ληψη. Για το Χί­τ­λερ, ο φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός και ο μαρ­ξι­σμός εί­ναι δί­δυ­μοι, για­τί α­γνο­ούν «αί­μα και τι­μή». Για έ­να δη­μο­κρά­τη, ο φα­σι­σμός και ο μπολ­σε­βι­κι­σμός εί­ναι δί­δυ­μοι, για­τί δεν υ­πο­κλίνο­νται μπρο­στά στην κα­θο­λι­κή ψη­φο­φο­ρί­α κλπ., κλπ.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ρεύ­μα­τα που πιο πά­νω παρα­θέσαμε έ­χουν ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρακτηριστικά. Αλλά ό­λο το ζή­τη­μα βρί­σκε­ται στο γε­γο­νός ό­τι η ε­ξέ­λι­ξη της αν­θρω­πό­τη­τας δεν ε­ξα­ντλεί­ται ού­τε με την κα­θο­λι­κή ψη­φο­φο­ρί­α, ού­τε με το «αί­μα και τι­μή», ού­τε με το δόγ­μα της ά­σπι­λης σύλ­λη­ψης. Το ι­στο­ρι­κό προ­τσές ση­μαί­νει πρώ­τα απΆ ό­λα την πά­λη των τά­ξε­ων. Ε­πι­πλέ­ον, δια­φο­ρε­τι­κές τά­ξεις στο ό­νο­μα δια­φο­ρε­τι­κών σκο­πών μπο­ρούν σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ό­μοια μέ­σα. Ου­σια­στι­κά δεν μπο­ρεί να γί­νει αλ­λιώς. Οι στρα­τοί που συ­γκρού­ο­νται εί­ναι πά­ντα λί­γο ή πο­λύ συμμετρικοί. Αν δεν υ­πήρ­χε τί­πο­τε το κοι­νό στις μέ­θο­δες πά­λης τους, δεν θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­φέ­ρουν πλήγ­μα­τα ο έ­νας στον άλ­λον.

Αν έ­νας α­μα­θής χω­ρι­κός ή μα­γα­ζά­το­ρας, που δεν κα­τα­λα­βαί­νει ού­τε την προ­έ­λευ­ση, ού­τε την έν­νοια του α­γώ­να α­νά­με­σα στο προ­λε­τα­ριά­το και την μπουρ­ζουα­ζί­α, α­να­κα­λύ­ψει ό­τι βρί­σκε­ται α­νά­με­σα σε δυο πυ­ρά, θα α­ντι­κρί­σει και τα δυο ε­μπό­λε­μα στρα­τό­πε­δα με το ί­διο μί­σος. Και ποιοι εί­ναι ό­λοι αυ­τοί οι δη­μο­κρά­τες η­θι­κο­λό­γοι; Ι­δε­ο­λό­γοι εν­διά­με­σων στρω­μά­των που βρί­σκο­νται ή φο­βού­νται μή­πως βρε­θούν α­νά­με­σα σε δυο πυ­ρά. Τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των προ­φη­τών αυ­τού του τύ­που εί­ναι η α­πο­ξέ­νω­σή τους α­πό τα με­γά­λα ι­στο­ρι­κά κι­νή­μα­τα, η α­πο­στε­ω­μέ­νη συ­ντη­ρη­τι­κή νο­ο­τρο­πί­α τους, μια αυ­τά­ρε­σκη στε­νο­κε­φα­λιά και μια πο­λύ πρω­τό­γο­νη πο­λι­τι­κή α­ναν­δρί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ο­τι­δή­πο­τε, οι η­θι­κο­λό­γοι αυτοί ε­πι­θυ­μούν να τους α­φή­σει η ιστο­ρί­α ή­συ­χους, με τα βι­βλια­ρά­κια τους, τα πε­ριο­δι­κά­κια τους, τους συνδρο­μη­τές τους, την κοι­νή λο­γι­κή και τα η­θι­κο­λο­γι­κά τους ση­μειωματάρια. Αλ­λά η ιστο­ρί­α δεν τους α­φή­νει σε η­συ­χί­α. Τους χτυ­πά­ει πό­τε α­πό τα α­ρι­στε­ρά, πό­τε α­πό τα δε­ξιά. Εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρο –ε­πα­νά­στα­ση και α­ντί­δρα­ση, τσα­ρι­σμός και μπολ­σε­βι­κι­σμός, κομ­μου­νι­σμός και φα­σι­σμός, στα­λι­νι­σμός και τρο­τσκι­σμός– ό­λα εί­ναι δί­δυ­μα. Ό­ποιος αμ­φι­βάλ­λει γιΆ αυ­τό, μπο­ρεί να ψη­λα­φί­σει και να βρει τα συμ­με­τρι­κά κα­ρού­μπα­λα, τό­σο α­πό τη δε­ξιά ό­σο και α­πό την α­ρι­στε­ρή πλευ­ρά, στο κε­φά­λι των γνή­σιων αυ­τών η­θι­κολόγων.

Μαρ­ξι­στι­κός Α­μο­ρα­λι­σμός και Αιώ­νιες Α­λή­θειες

Η πιο δη­μο­φι­λής και πιο ε­πι­βλη­τι­κή κα­τη­γο­ρί­α που ε­κτο­ξεύ­ε­ται ε­νά­ντια στον μπολσεβίκικο «α­μο­ρα­λι­σμό» βα­σί­ζε­ται στο λε­γό­με­νο ιησουΐτικο α­ξί­ω­μα του μπολ­σε­βι­κι­σμού: «Ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα». ΑπΆ αυ­τό δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να φθά­σουν στο πα­ρα­κά­τω συ­μπέ­ρα­σμα: μια που οι τρο­τσκι­στές, ό­πως ό­λοι οι μπολ­σε­βί­κοι (ή οι μαρ­ξι­στές), δεν α­να­γνω­ρί­ζουν τις αρ­χές της η­θι­κής, δεν υ­πάρ­χει, κα­τά συ­νέ­πεια, κα­μιά δια­φο­ρά «αρ­χής» α­νά­με­σα στον τρο­τσκι­σμό και το σταλινισμό. Ό­περ έ­δει δείξαι.

Έ­να ο­λό­τε­λα χυ­δαί­ο και κυ­νι­κό μη­νιαί­ο αμερικανικό πε­ριο­δι­κό δη­μο­σί­ευ­σε έ­να ε­ρω­τη­μα­το­λό­γιο σχε­τι­κά με την η­θι­κή φι­λο­σο­φί­α του μπολ­σεβικισμού. Το ε­ρω­τη­μα­το­λό­γιο, ό­πως συ­νη­θίζε­ται, α­πό­βλε­πε στο να υ­πη­ρε­τή­σει, ταυ­τό­χρο­να, η­θι­κούς και δια­φη­μι­στι­κούς σκο­πούς. Ο α­μί­μη­τος Χ.Τζ.Ουέλ­ς, που την α­χα­λί­νω­τη φα­ντα­σί­α του μό­νο η ο­μη­ρι­κή αυ­το­ϊ­κα­νο­ποί­η­σή του την ξε­περ­νά, δεν άρ­γη­σε να τα­χθεί αλ­λη­λέγ­γυος με τους α­ντι­δρα­στι­κούς σνο­μπ του πε­ριο­δι­κού «Κοι­νή Λο­γι­κή». Ε­δώ το κα­θε­τί μπή­κε σε τά­ξη. Αλ­λά α­κό­μα και εκεί­νοι που θε­ώ­ρη­σαν α­να­γκαί­ο να υ­πε­ρα­σπι­στούν τον μπολ­σε­βι­κι­σμό, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, το έ­κα­ναν ό­χι χω­ρίς δει­λές υ­πεκ­φυ­γές (Ί­στμαν): οι αρ­χές του μαρ­ξι­σμού εί­ναι, βέ­βαια, κα­κές, αλ­λά, παρό­λα αυ­τά, α­νά­με­σα στους μπολ­σε­βί­κους υ­πάρ­χουν α­ξιό­λο­γοι άν­θρω­ποι. Μα την α­λή­θεια, τέ­τοιοι «φί­λοι» εί­ναι πιο ε­πι­κίν­δυ­νοι α­πό τους ε­χθρούς.

Αν θά Άπρε­πε να πά­ρου­με στα σο­βα­ρά τους κυ­ρί­ους κα­τή­γορους, τό­τε το πρώ­το που θα εί­χα­με να κά­νου­με θά Άταν να τους ρω­τή­σου­με: ποιες εί­ναι οι δικές σας η­θι­κές αρ­χές; Αυ­τό εί­ναι έ­να ε­ρώ­τη­μα στο ο­ποί­ο σπά­νια α­πα­ντά­ει κα­νείς. Ας δε­χτού­με για μια στιγ­μή πως ού­τε προ­σω­πι­κοί, ού­τε κοι­νω­νι­κοί σκο­ποί μπο­ρούν να δι­καιο­λο­γή­σουν τα μέ­σα. Τό­τε εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρο ότι πρέ­πει να α­να­ζη­τή­σου­με κρι­τή­ρια έ­ξω α­πό την ι­στο­ρι­κή κοι­νω­νί­α και α­πό τους σκο­πούς ε­κεί­νους που πη­γά­ζουν α­πό την ε­ξέ­λι­ξή της. Αλ­λά πού; Αν ό­χι στη γη, τό­τε στους ου­ρανούς. Στη Θεί­α Α­πο­κά­λυ­ψη οι πα­πά­δες α­να­κά­λυ­ψαν, ε­δώ και πο­λύ και­ρό, α­λά­θη­τα η­θι­κά κρι­τήρια. Οι κα­τώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί μι­λούν για αιώ­νιες η­θι­κές α­λή­θειες χω­ρίς να ο­νο­μά­ζουν την αρ­χι­κή τους πη­γή. Ω­στό­σο, έ­χου­με το δι­καί­ω­μα να συ­μπε­ρά­νου­με: μια που αυ­τές οι α­λή­θειες εί­ναι αιώ­νιες, θά Άπρε­πε να υ­πήρ­χαν ό­χι μό­νο πριν την εμ­φά­νι­ση του μι­σο­πίθη­κου/μι­σο­άν­θρω­που πά­νω στη γη, αλ­λά και πριν α­πό την ε­ξέ­λι­ξη του η­λια­κού συστήματος. Α­πό που λοι­πόν πη­γά­σα­νε; Η θε­ω­ρί­α της αιώ­νιας η­θι­κής δεν μπο­ρεί με κα­νέ­να τρό­πο να ε­πι­ζή­σει χω­ρίς το θεό.

Οι η­θι­κο­λό­γοι του αγ­γλο­σα­ξο­νι­κού τύ­που, στο βαθ­μό που δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται στον ορ­θο­λο­γι­στι­κό ω­φε­λι­μι­σμό, την η­θι­κο­λο­γία της α­στι­κής κα­τα­στι­χο­γρα­φί­ας, εμ­φα­νί­ζο­νται συ­νει­δη­τοί ή α­συ­νεί­δη­τοι μα­θη­τές του κό­μη­τα Σά­φτσμπε­ρι που –στις αρ­χές του 18ου αιώ­να!– έβγαλε ηθικά διδάγματα α­πό μια ι­διαί­τε­ρη «η­θι­κή αί­σθη­ση» που, υ­πο­τί­θε­ται, έ­χει δο­θεί μια για πά­ντα στην αν­θρω­πότητα. Η υ­περ­τα­ξι­κή η­θι­κή ο­δη­γεί α­να­πό­φευ­κτα στην α­να­γνώ­ρι­ση μιας ι­διαί­τε­ρης υπόστα­σης, μιας «η­θι­κής αί­σθη­σης», μιας «συ­νεί­δη­σης», κά­ποιου εί­δους α­πό­λυ­του που δεν εί­ναι τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το ντρο­πα­λό φι­λο­σο­φι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του θεού. Α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό «σκο­πούς» –δη­λα­δή ανεξάρτητη α­πό την κοι­νω­νί­α– η η­θι­κή, εί­τε την συ­μπερά­νου­με α­πό τις αιώ­νιες α­λή­θειες εί­τε α­πό τη «φύ­ση του αν­θρώ­που», α­πο­δεί­χνε­ται στο τέ­λος μια μορ­φή «φυ­σι­κής θε­ο­λο­γί­ας». Ο ου­ρα­νός μέ­νει το μό­νο ο­χυ­ρό για στρα­τιω­τι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις ε­νά­ντια στον δια­λε­κτι­κό υ­λισμό.

Στο τέ­λος του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να στη Ρω­σί­α εμ­φα­νί­στη­κε μια ο­λό­κλη­ρη σχο­λή α­πό «μαρ­ξι­στές» (Στρού­βε, Μπέρντιεφ, Μπουλ­γκά­κοφ και άλ­λοι) που θέ­λα­νε να συ­μπλη­ρώ­σουν τις δι­δα­σκα­λί­ες του Μαρ­ξ με μια αυ­τάρ­κη, δη­λα­δή υ­περ­τα­ξι­κή η­θι­κή αρ­χή. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί άρ­χι­σαν, βέ­βαια, με τον Κα­ντ και την κα­τη­γο­ρι­κή προσταγή. Αλ­λά πού κα­τέ­λη­ξαν; Ο Στρού­βε εί­ναι τώ­ρα έ­νας α­πο­τρα­βηγ­μέ­νος υ­πουρ­γός του βα­ρό­νου της Κρι­μαί­ας, Βρά­γκελ, και έ­να πι­στό τέ­κνο της Εκ­κλη­σί­ας. Ο Μπουλ­γκά­κοφ εί­ναι ορ­θό­δο­ξος πα­πάς. Ο Μπέρντιεφ εκ­θέ­τει την α­πο­κά­λυ­ψη σε διά­φο­ρες γλώσ­σες. Αυ­τές οι με­τα­μορ­φώ­σεις, που με την πρώ­τη μα­τιά φαί­νο­νται τό­σο α­προσ­δόκητες, δεν ε­ξη­γού­νται κα­θό­λου με τη «σλα­βι­κή ψυ­χή» –ο Στρού­βε έ­χει γερ­μα­νι­κή ψυ­χή– αλ­λά α­πό το χεί­μαρ­ρο των κοι­νω­νι­κών α­γώ­νων στη Ρω­σί­α. Στην ου­σία, η θε­με­λιώ­δης τά­ση αυ­τής της με­τα­μόρ­φω­σης εί­ναι διε­θνής.

Ο κλα­σι­κός φι­λο­σο­φι­κός ι­δε­α­λι­σμός, στο μέ­τρο που, στην ε­πο­χή του, α­πό­βλε­πε στο να κά­νει ε­γκό­σμια την η­θι­κή, δη­λα­δή να την α­πε­λευ­θε­ρώ­σει α­πό τις θρη­σκευ­τι­κές κυ­ρώ­σεις, α­ντι­προ­σώ­πευε έ­να τε­ρά­στιο βή­μα προς τα μπρος (Χέ­γκελ). Αλ­λά, ξε­κό­βο­ντας α­πό τον ου­ρα­νό, η η­θι­κή φι­λο­σο­φί­α α­να­γκά­στη­κε να βρει ρί­ζες στη γη. Κι έ­να α­πό τα κα­θή­κο­ντα του υ­λι­σμού ήταν να α­πο­κα­λύ­ψει αυ­τές τις ρί­ζες. Με­τά τον Σά­φτσμπε­ρι ήρ­θε ο Ντάρ­βιν, με­τά τον Χέ­γκελ ο Μαρξ. Το να ε­πι­κα­λεί­σαι τώ­ρα τις «αιώ­νιες η­θι­κές α­λή­θειες» ση­μαί­νει να προ­σπα­θείς να γυ­ρί­σεις τους τρο­χούς προς τα πί­σω. Ο φι­λο­σο­φι­κός ι­δε­α­λι­σμός δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας σταθ­μός: α­πό τη θρη­σκεί­α στον υ­λι­σμό ή, α­ντί­στρο­φα, α­πό τον υ­λι­σμό στη θρη­σκεί­α.

«Ο Σκο­πός Α­γιά­ζει τα Μέ­σα»

Το Τάγ­μα των Ι­η­σου­ϊ­τών, που ορ­γα­νώ­θη­κε στο πρώ­το μι­σό του 16ου αιώ­να για να πο­λε­μή­σει τον προ­τε­στα­ντι­σμό, πο­τέ δεν δί­δα­ξε, πρέ­πει να το πού­με αυ­τό, ό­τι κά­θε μέ­σο, α­κό­μα κι όταν εί­ναι ε­γκλη­μα­τι­κό α­πό την ά­πο­ψη της καθο­λικής η­θι­κής, εί­ναι θε­μι­τό, αρ­κεί να ο­δη­γεί στο «σκο­πό», δη­λα­δή στο θρί­αμ­βο του καθολικισμού. Έ­να τέ­τοιο ε­σω­τε­ρι­κά α­ντι­φα­τι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κά πα­ρά­λο­γο δόγ­μα εί­χε μο­χθη­ρά α­πο­δο­θεί στους ι­η­σου­ΐ­τες α­πό τους προ­τε­στά­ντες και ως έ­να μέ­ρος α­πό τους κα­θο­λι­κούς α­ντι­πά­λους τους, που δεν εί­χαν κα­νέ­να δι­σταγ­μό στην ε­κλο­γή των μέ­σων για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των δι­κών τους σκο­πών. Οι ι­η­σου­ΐ­τες θε­ο­λό­γοι που, ό­πως οι θε­ο­λό­γοι όλων των άλ­λων σχο­λών, εί­χαν α­πα­σχο­λη­θεί με το ζή­τη­μα της προ­σω­πι­κής ευ­θύ­νης, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δί­δα­ξαν ό­τι το μέ­σο αυ­τό κα­θαυ­τό μπο­ρεί να εί­ναι έ­να ζή­τη­μα α­διά­φο­ρο, αλ­λά ό­τι η η­θι­κή δι­καί­ω­ση ή η κα­τα­δί­κη του δο­σμέ­νου μέ­σου α­πορ­ρέ­ει α­πό το σκοπό. Έ­τσι, ο φό­νος αυ­τός καθαυτός εί­ναι έ­να ζή­τη­μα α­διά­φο­ρο: το να πυ­ρο­βο­λή­σεις έ­να λυσσα­σμένο σκυ­λί που α­πει­λεί έ­να παι­δί –εί­ναι αρετή. Το να πυ­ρο­βο­λή­σεις με σκο­πό να βιά­σεις ή να δο­λο­φο­νή­σεις –αυτό εί­ναι έ­γκλη­μα. Πέ­ρα απΆ αυ­τές τις κοι­νο­το­πί­ες, οι θε­ο­λό­γοι αυ­τού του Τάγ­μα­τος δεν έ­κα­ναν κα­μιά άλ­λη διακήρυξη.

Ό­σο για την πρα­κτι­κή η­θι­κή τους, οι ι­η­σου­ΐ­τες δεν ήταν κα­θό­λου χει­ρό­τε­ροι α­πό τους άλ­λους κα­λό­γε­ρους ή κα­θο­λι­κούς πα­πά­δες. Α­ντί­θε­τα, ήταν α­νώ­τε­ροι απΆ αυ­τούς. Σε κάθε περί­πτωση, ήταν πιο συ­νε­πείς, πιο τολ­μη­ροί και πιο οξυδερ­κείς. Οι ι­η­σου­ΐ­τες α­ντι­προ­σώ­πευαν μια μα­χη­τι­κή ορ­γά­νω­ση, αυ­στη­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κή, ε­πι­θε­τι­κή και ε­πι­κίν­δυ­νη ό­χι μο­νά­χα για τους ε­χ­θρούς, μα και για τους συμμάχους. Στην ψυ­χο­λο­γί­α και στη μέ­θο­δο δρά­σης του, ο ι­η­σου­ΐ­της της «η­ρω­ι­κής» πε­ριό­δου ξε­χώ­ρι­ζε α­πό έ­να συ­νη­θι­σμέ­νο πα­πά ό­σο ο πο­λε­μι­στής μιας θρη­σκεί­ας α­πό ε­κεί­νον που την εμπο­ρεύ­εται. Δεν έ­χου­με κα­νέ­να λό­γο να ε­ξι­δα­νι­κεύ­σου­με τον ένα ή τον άλ­λο. Αλ­λά εί­ναι εντελώς ανε­πίτρε­πτο να α­ντι­κρί­ζεις έ­ναν φα­να­τι­κό πο­λε­μι­στή με τα μά­τια που βλέπεις έναν στε­νο­κέ­φα­λο και νω­θρό μαγαζάτορα.

Αν εί­ναι να μεί­νου­με στο πε­δί­ο των κα­θα­ρά τυ­πι­κών ή ψυ­χο­λο­γι­κών πα­ρο­μοιώ­σε­ων, τό­τε μπο­ρούμε, αν θέλετε, να πούμε ό­τι οι μπολ­σε­βί­κοι, σε σχέ­ση με τους δη­μο­κρά­τες και σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες κά­θε α­πό­χρω­σης, φαί­νο­νται ό­πως φαί­νο­νταν οι ι­η­σου­ΐ­τες σε σχέ­ση με την ει­ρη­νι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή ιε­ραρ­χί­α. Σε σύ­γκρι­ση με τους ε­πα­να­στά­τες μαρ­ξι­στές, οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες και οι κε­ντρι­στές μοιά­ζουν σαν πνευ­μα­τι­κά α­νά­πη­ροι ή σαν κο­μπο­γιαν­νί­τες μπρο­στά σΆ έ­να για­τρό: δεν σκέ­πτο­νται έ­να πρό­βλη­μα ως το τέ­λος του, αλ­λά πι­στεύ­ουν στη δύ­να­μη του ε­ξορ­κι­σμού και ά­ναν­δρα α­πο­φεύ­γουν κά­θε δυ­σκο­λί­α, ελ­πί­ζο­ντας σε έ­να θαύ­μα. Οι ο­πορ­του­νι­στές εί­ναι οι ει­ρη­νι­κοί έ­μπο­ροι των σο­σια­λι­στι­κών ι­δε­ών, ε­νώ οι μπολ­σε­βί­κοι εί­ναι οι α­πτό­η­τοι πο­λε­μι­στές τους. Από εδώ πη­γά­ζουν το μί­σος και οι συ­κο­φα­ντί­ες ε­νά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους ό­λων ε­κεί­νων που έ­χουν στην πλά­τη τους ά­φθο­να α­πό τα ι­στο­ρι­κά κα­θο­ρι­σμέ­να ε­λατ­τώ­μα­τα των μπολ­σε­βί­κων, αλ­λά κα­μιά α­πό τις α­ρε­τές τους.

Ω­στό­σο, ο πα­ραλ­λη­λι­σμός μπολ­σε­βι­κι­σμού και ­ι­η­σου­ϊ­τι­σμού μέ­νει ο­λό­τε­λα μο­νό­πλευ­ρος και ε­πι­φα­νεια­κός, μάλ­λον φι­λο­λο­γι­κού πα­ρά ι­στο­ρι­κού τύ­που. Α­πό την ά­πο­ψη του χα­ρα­κτή­ρα και των συμ­φε­ρό­ντων των τά­ξε­ων ε­κεί­νων πά­νω στις ο­ποί­ες βα­σί­ζο­νταν, οι ι­η­σου­ΐ­τες α­ντι­προ­σώ­πευαν την α­ντί­δρα­ση, οι προ­τε­στά­ντες την πρόοδο. Με τη σει­ρά του, ο πε­ριο­ρι­σμέ­νος χα­ρα­κτή­ρας αυ­τής της «προ­ό­δου», βρή­κε την ά­με­ση έκ­φρα­ση του στην η­θι­κή των προτεσταντών. Έ­τσι, οι δι­δα­σκα­λί­ες του Χρι­στού, «φιλ­τρα­ρι­σμέ­νες» από τους προτε­στάντες, δεν ε­μπό­δι­σαν κα­θό­λου τον α­στό Λού­θη­ρο να α­παι­τή­σει να εκτελεστούν οι ε­πα­να­στα­τη­μέ­νοι χω­ρι­κοί σαν «λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιά». Ο δό­κτωρ Μαρ­τί­νος θε­ω­ρού­σε προ­φα­νώς ό­τι «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα» πριν αυ­τό το α­ξί­ω­μα να α­πο­δο­θεί στους ι­η­σου­ΐ­τες. Με τη σει­ρά τους, οι ι­η­σου­ΐ­τες, συ­να­γω­νι­ζό­με­νοι τους προ­τε­στά­ντες, προ­σαρ­μό­ζο­νταν ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο στο πνεύ­μα της α­στι­κής κοι­νω­νί­ας, και α­πό τις τρεις ε­παγ­γε­λί­ες –φτώ­χεια, α­γνό­τη­τα και υ­πα­κο­ή– δια­τή­ρη­σαν μό­νο την τρί­τη, κι αυ­τήν σε μια ά­κρως αμβλυμ­μένη μορ­φή. Α­πό την ά­πο­ψη του χρι­στια­νι­κού ι­δα­νι­κού, η η­θι­κή των ι­η­σου­ϊ­τών εκ­φυ­λι­ζό­ταν ό­σο αυ­τοί έ­παυαν να εί­ναι ι­η­σου­ΐ­τες. Οι πο­λε­μι­στές της Εκ­κλη­σί­ας έ­γιναν οι γρα­φειο­κρά­τες της Εκ­κλησίας και, ό­πως ό­λοι οι γρα­φειο­κρά­τες, ολο­κληρωμέ­νοι απα­τεώνες.

Ι­η­σου­ϊ­τι­σμός και Ω­φε­λι­μι­σμός

Η σύ­ντο­μη αυ­τή ανασκό­πη­ση εί­ναι αρ­κε­τή, ί­σως, για να δεί­ξει πό­ση ά­γνοια και στε­νο­κε­φα­λιά χρειά­ζε­ται για να πά­ρει κα­νείς στα σο­βα­ρά την α­ντι­πα­ρά­θε­ση στην «ιησουΐτικη» αρ­χή, «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα», μιας άλ­λης φαι­νο­με­νι­κά α­νώ­τε­ρης η­θι­κής, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α κά­θε «μέ­σο» κου­βα­λά­ει μα­ζί του τη δι­κή του η­θι­κή τα­μπέ­λα, ό­πως τα ε­μπο­ρεύ­μα­τα έ­χουν τις κα­θο­ρι­σμέ­νες τι­μές τους σε κάθε μαγαζί. Εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­το ό­τι η κοι­νή λο­γι­κή του αγ­γλο­σά­ξο­να φιλισταίου έχει κα­τα­φέ­ρει να α­γα­να­κτή­σει με την «ιησουΐτικη» αρ­χή και ταυ­τό­χρο­να να ε­μπνευ­στεί α­πό την ω­φε­λι­μι­στι­κή η­θι­κή, την τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της βρε­τα­νι­κής φιλοσοφίας. Παρό­λα αυ­τά, το κρι­τή­ριο των Μπέν­θαμ – Τζον Μιλ, «η με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή ευ­τυ­χί­α σΆ ό­σους το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρους», ση­μαί­νει ό­τι η­θι­κά εί­ναι ε­κεί­να τα μέ­σα που ο­δη­γούν στην κοι­νή ευ­η­με­ρί­α σαν τον α­νώ­τε­ρο σκοπό. Στις γε­νι­κές του φι­λο­σο­φι­κές δια­τυ­πώ­σεις ο αγ­γλο­σα­ξο­νι­κός ω­φε­λι­μι­σμός συ­μπί­πτει έ­τσι πλή­ρως με την «ιησουΐτικη» αρ­χή, «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα». Ο ε­μπει­ρι­σμός, βλέ­πε­τε, υ­πάρ­χει στον κό­σμο μό­νο για να μας ε­λευ­θε­ρώ­νει α­πό την α­νά­γκη να προσ­διο­ρί­σου­με τους σκο­πούς που μας προ­σιδιάζουν.

Ο Χέρ­μπερ­τ Σπέν­σερ, που στον ε­μπει­ρι­σμό του μπό­λια­σε ο Ντάρ­βιν την ι­δέ­α της «ε­ξέ­λι­ξης» σαν έ­να ει­δι­κό εμ­βό­λιο, δί­δα­ξε ό­τι στη σφαί­ρα της η­θι­κής η ε­ξέ­λι­ξη προ­χω­ρεί α­πό τις «αι­σθή­σεις» στις «ι­δέ­ες». Οι αι­σθή­σεις ε­πι­βάλ­λουν το κρι­τή­ριο της ά­με­σης α­πό­λαυ­σης, ε­νώ οι ι­δέ­ες ε­πι­τρέ­πουν στον άν­θρω­πο να κα­τευ­θύ­νε­ται α­πό το κρι­τή­ριο της μελ­λο­ντι­κής, διαρ­κούς και α­νώ­τε­ρης α­πό­λαυ­σης. Έ­τσι, το η­θι­κό κρι­τή­ριο εί­ναι κι εδώ ε­πί­σης η «α­πό­λαυ­ση» και η «ευ­τυ­χί­α». Αλ­λά το πε­ριε­χό­με­νο αυ­τού του κρι­τη­ρί­ου α­πο­κτά πλά­τος και βά­θος, που ε­ξαρ­τώ­νται α­πό το ε­πί­πε­δο της «ε­ξέ­λι­ξης». ΜΆ αυ­τόν τον τρό­πο α­κό­μα και ο Χέρ­μπερ­τ Σπέν­σερ, με τις μέ­θο­δες του δι­κού του «ε­ξε­λι­κτι­κού» ω­φε­λι­μι­σμού, έ­δει­ξε ό­τι η αρ­χή, «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα», δεν πε­ριέ­χει τί­πο­τε το ανή­θικο.

Εί­ναι, ω­στό­σο, α­φέ­λεια να πε­ρι­μέ­νου­με α­πό την α­φη­ρη­μέ­νη αυ­τή «αρ­χή» μια α­πά­ντη­ση στο πρα­κτι­κό ε­ρώ­τη­μα: Τι ε­πι­τρέ­πε­ται και τι δεν ε­πι­τρέ­πε­ται να κά­νου­με; Πέ­ρα απΆ αυ­τό, η αρ­χή, «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα», θέ­τει, φυ­σι­κά, το ε­ρώ­τη­μα: και τι α­γιά­ζει το σκο­πό; Στην πρα­κτι­κή ζω­ή, ό­πως και στην ι­στο­ρι­κή κί­νη­ση, ο σκο­πός και τα μέ­σα αλ­λά­ζουν διαρ­κώς θέ­σεις. Έ­να μη­χά­νη­μα υ­πό κα­τα­σκευ­ή εί­ναι έ­νας πα­ρα­γω­γι­κός «σκο­πός» και μό­νο ό­ταν μπει στο ερ­γο­στά­σιο μπο­ρεί να γί­νει «μέ­σο». Η δη­μο­κρα­τί­α σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρί­ο­δες εί­ναι ο «σκο­πός» του τα­ξι­κού α­γώ­να, και μό­νο αρ­γό­τε­ρα μπο­ρεί να με­τα­τρα­πεί σε «μέ­σο» του. Χω­ρίς να πε­ρι­κλεί­νει τί­πο­τε το α­νή­θι­κο, η λε­γό­με­νη ιησουΐ­τικη αρ­χή α­δυ­να­τεί, ω­στό­σο, να λύ­σει το η­θι­κό πρό­βλη­μα.

Με τον ί­διο τρόπο, ο «ε­ξε­λι­κτι­κός» ω­φε­λι­μι­σμός του Σπέν­σερ μας α­φή­νει στα μι­σά του δρό­μου, χω­ρίς μια α­πά­ντη­ση, α­φού, σύμφωνα με τον Ντάρ­βιν, προ­σπα­θεί να δια­λύ­σει τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­στο­ρι­κή η­θι­κή στις βιο­λο­γι­κές α­νά­γκες ή στα «κοι­νω­νι­κά έν­στι­κτα» –χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των ζώ­ων που ζού­νε κα­τά α­γέ­λες– και αυ­τό σε μια ε­πο­χή που η πραγ­μα­τι­κή κα­τα­νό­η­ση της η­θι­κής α­ναδύ­εται α­πο­κλει­στι­κά α­πό έ­να α­ντα­γω­νι­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον, δη­λα­δή α­πό μια κοι­νω­νί­α χω­ρι­σμέ­νη σε τά­ξεις.

Ο α­στι­κός ε­ξε­λι­κτι­σμός στα­μα­τά α­νί­σχυ­ρος στο κα­τώ­φλι της ι­στο­ρι­κής κοι­νω­νί­ας για­τί δεν θέ­λει να α­να­γνω­ρί­σει την κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη στην ε­ξέ­λι­ξη των κοι­νω­νι­κών μορ­φών: την πά­λη των τά­ξε­ων. Η η­θι­κή εί­ναι μια α­πό τις ι­δε­ο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες σΆ αυ­τήν την πά­λη. Η άρ­χου­σα τά­ξη ε­πι­βάλ­λει τους δι­κούς της σκο­πούς πά­νω στην κοι­νω­νί­α και την συ­νη­θί­ζει να θε­ω­ρεί ό­λα αυ­τά τα μέ­σα που α­ντι­τί­θε­νται στους δι­κούς της σκο­πούς σαν α­νή­θι­κα. Αυ­τή εί­ναι ου­σια­στι­κά η δου­λειά της ε­πί­ση­μης ηθικής. Ε­πι­διώ­κει τη «με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή ευ­τυ­χί­α» ό­χι για την πλειο­ψη­φί­α, αλ­λά για μια μι­κρή και ο­λο­έ­να συρ­ρι­κνού­με­νη μειο­ψη­φί­α. Έ­να τέ­τοιο κα­θε­στώς δεν θα μπο­ρού­σε, μό­νο με τη βί­α, να κρα­τή­σει ού­τε για μια βδο­μά­δα. Έ­χει α­νά­γκη α­πό το τσι­μέ­ντο της ηθικής. Η πα­ρα­γω­γή αυ­τού του τσι­μέ­ντου εί­ναι το ε­πάγ­γελ­μα των μι­κρο­α­στών θε­ω­ρη­τι­κών και η­θι­κο­λό­γων, που α­κτι­νο­βο­λούν ό­λα τα χρώ­μα­τα της ί­ρι­δας, αλ­λά σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση πα­ρα­μέ­νουν οι α­πό­στο­λοι της σκλα­βιάς και της υποταγής.

«Οι Υ­πο­χρε­ω­τι­κοί για Ό­λους Η­θι­κοί Κα­νό­νες»

Ό­ποιος δεν θέ­λει να γυ­ρί­σει πί­σω στο Μω­υ­σή, στο Χρι­στό ή στο Μω­ά­μεθ, ό­ποιος δεν ι­κα­νο­ποιεί­ται με ε­κλε­κτι­κι­στι­κά συ­νον­θυ­λεύ­μα­τα, πρέ­πει να α­να­γνω­ρί­σει ό­τι η η­θι­κή εί­ναι προ­ϊ­όν της κοι­νω­νι­κής ε­ξέ­λι­ξης, ό­τι τί­πο­τε σΆ αυ­τήν δεν εί­ναι α­με­τά­βλη­το, ό­τι υ­πη­ρε­τεί κοι­νω­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, ό­τι αυ­τά τα συμ­φέ­ρο­ντα εί­ναι α­ντι­φα­τι­κά, ό­τι η η­θι­κή, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λη μορ­φή ι­δε­ο­λο­γί­ας, έ­χει έ­ναν τα­ξι­κό χαρακτήρα.

Μα δεν υ­πάρ­χουν μήπως στοι­χειώ­δη η­θι­κά α­ξιώ­μα­τα, που η αν­θρω­πό­τη­τα τα ε­πε­ξερ­γά­στη­κε στην ε­ξέ­λι­ξή της σαν ό­λο και που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα για την ύ­παρ­ξη κά­θε συλ­λο­γι­κού σώ­μα­τος; Α­ναμ­φίβολα, τέ­τοια α­ξιώ­μα­τα υ­πάρ­χουν, αλ­λά η ε­πί­δρα­σή τους εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νη και ασταθής. Ό­σο πιο ο­ξυ­μένο χα­ρα­κτή­ρα α­πο­κτά η πά­λη των τά­ξε­ων, τό­σο λι­γό­τε­ρο ι­σχυ­ροί γί­νονται οι «υ­πο­χρε­ω­τι­κοί για ό­λους» κα­νό­νες. Η α­νώ­τα­τη μορ­φή τα­ξι­κής πά­λης εί­ναι ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος, που τι­νά­ζει στον α­έ­ρα ό­λους τους η­θι­κούς δε­σμούς α­νά­με­σα στις α­ντί­πα­λες τά­ξεις.

Κά­τω α­πό «ο­μα­λές» συν­θή­κες, έ­νας «φυ­σιο­λο­γι­κός» άν­θρω­πος τη­ρεί την ε­ντο­λή: «Ου φο­νεύ­σεις». Αλ­λά αν σκο­τώ­σει κα­νείς κά­τω α­πό ε­ξαι­ρε­τι­κές συν­θή­κες αυ­το­ά­μυ­νας, το δι­κα­στή­ριο τον αθωώνει. Αν πέ­σει θύ­μα δο­λο­φό­νου, το δι­κα­στή­ριο θα θα­να­τώ­σει το δολοφόνο. Η α­νά­γκη για δι­κα­στή­ρια, ό­πως και για αυ­το­ά­μυ­να, α­πορ­ρέ­ει α­πό α­ντα­γω­νι­στι­κά συμφέροντα. Ό­σον α­φο­ρά το κρά­τος, αυ­τό σε ει­ρη­νι­κές πε­ρί­ο­δες πε­ριο­ρί­ζε­ται σε νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νες ε­κτε­λέ­σεις α­τό­μων, έ­τσι που σε πε­ρί­ο­δο πο­λέ­μου να μπο­ρεί να με­τα­τρέ­ψει την «υ­πο­χρε­ω­τι­κή» ε­ντο­λή, «Ου φο­νεύ­σεις», στο α­ντί­θε­τό της. Οι πιο «αν­θρω­πι­στι­κές» κυ­βερ­νή­σεις, που σε ει­ρη­νι­κές πε­ρί­ο­δες «α­πε­χθά­νο­νται» τον πό­λε­μο, στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου δια­κη­ρύσ­σουν ό­τι το ύ­ψι­στο κα­θή­κον του στρα­τού τους εί­ναι να ε­ξο­ντώ­σει ό­σο μπο­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρους ανθρώπους.

Τα λε­γό­με­να «γε­νι­κώς α­να­γνω­ρι­σμέ­να» η­θι­κά α­ξιώ­μα­τα έ­χουν ου­σια­στι­κά έ­ναν αλ­γε­βρι­κό, δη­λα­δή α­προσ­διό­ρι­στο χαρακτήρα. Α­πλά εκ­φρά­ζουν το γε­γο­νός ό­τι ο άν­θρω­πος, στην α­το­μι­κή του συ­μπε­ρι­φο­ρά, δε­σμεύ­ε­ται α­πό ο­ρι­σμέ­νους κοι­νούς κα­νό­νες που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την ι­διό­τη­τά του ως μέ­λους της κοι­νω­νί­ας. Η α­νώ­τε­ρη γε­νί­κευ­ση αυ­τών των κα­νό­νων εί­ναι η «κα­τη­γο­ρι­κή προ­στα­γή» του Κα­ντ. Αλ­λά πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι ο Κα­ντ κα­τέ­χει μια υ­ψη­λή θέ­ση στον φι­λο­σο­φι­κό Ό­λυ­μπο, αυ­τή η προ­στα­γή δεν εν­σαρ­κώ­νει τί­πο­τε το κα­τη­γο­ρι­κό για­τί δεν πε­ριέ­χει τί­πο­τε το συγκεκρι­μένο. Εί­ναι έ­να τσό­φλι χω­ρίς περιεχόμενο.

Αυ­τή η κε­νό­τη­τα των υ­πο­χρε­ω­τι­κών για ό­λους κα­νό­νων, α­πορ­ρέ­ει α­πό το γε­γο­νός ό­τι σε ό­λα τα α­πο­φα­σι­στι­κά ζη­τή­μα­τα ο άν­θρω­πος νιώ­θει βα­θύ­τε­ρα και α­με­σό­τε­ρα πως εί­ναι μέ­λος μιας τά­ξης πα­ρά πως εί­ναι μέ­λος μιας «κοι­νω­νί­ας». Οι κα­νό­νες της «υ­πο­χρε­ω­τι­κής» η­θι­κής εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γε­μά­τες με τα­ξι­κό, δη­λα­δή α­ντα­γω­νι­στι­κό περιε­χόμενο. Ο η­θι­κός κα­νό­νας γί­νε­ται τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τη­γο­ρι­κός ό­σο λι­γό­τε­ρο εί­ναι «υ­πο­χρε­ω­τι­κός για ό­λους». Η αλ­λη­λεγ­γύ­η των ερ­γα­τών, ι­διαί­τε­ρα των α­περ­γών ή των μα­χη­τών στα ο­δο­φράγ­μα­τα, εί­ναι α­σύ­γκρι­τα πιο «κα­τη­γο­ρι­κή» α­πό την αν­θρώ­πι­νη γε­νι­κά αλληλεγγύη.

Η μπουρ­ζουα­ζί­α, που ξε­περ­νά κα­τά πο­λύ το προ­λε­τα­ριά­το σε τε­λειό­τη­τα και α­διαλ­λα­ξί­α τα­ξι­κής συ­νεί­δη­σης, εν­δια­φέ­ρε­ται ζω­τι­κά να ε­πι­βά­λει τη δι­κή της η­θι­κή φι­λο­σο­φί­α στις εκ­με­ταλ­λευό­με­νες μά­ζες. ΓιΆ αυ­τόν α­κρι­βώς το λό­γο οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι κα­νό­νες της κα­πι­τα­λι­στι­κής κα­τή­χη­σης κρύ­βο­νται κά­τω α­πό η­θι­κές α­φαι­ρέ­σεις, πα­τρο­να­ρι­σμέ­νες α­πό τη θρη­σκεί­α, τη φι­λο­σο­φί­α, ή α­πό κεί­νο το νό­θο πλά­σμα που λέ­γε­ται «κοι­νή λο­γι­κή». Η έκ­κλη­ση σε α­φη­ρη­μέ­νους κα­νό­νες δεν εί­ναι έ­να α­πλό, α­με­ρό­λη­πτο φι­λο­σο­φι­κό λά­θος, αλ­λά έ­να α­να­γκαί­ο στοι­χεί­ο στο μη­χα­νι­σμό της τα­ξι­κής α­πά­της. Η α­πο­κά­λυ­ψη αυ­τής της α­πά­της, που δια­τη­ρεί στη ζω­ή την πα­ρά­δο­ση χι­λιά­δων χρό­νων, εί­ναι το πρώ­το κα­θή­κον κά­θε προ­λε­τά­ριου επαναστάτη.

Η Κρί­ση της Δη­μο­κρα­τι­κής Η­θι­κής

Για να ε­ξα­σφα­λί­σουν το θρί­αμ­βο των συμ­φε­ρό­ντων τους στα με­γά­λα ζη­τή­μα­τα, οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις εί­ναι υποχρεωμέ­νες να κά­νουν πα­ρα­χω­ρή­σεις στα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ζη­τή­μα­τα, και φυ­σι­κά μό­νο στο βαθ­μό που αυ­τές οι πα­ρα­χω­ρή­σεις συμ­βι­βά­ζο­νται με τα λο­γι­στι­κά τους κα­τά­στι­χα. Στην ε­πο­χή της κα­πι­τα­λι­στι­κής α­νό­δου, ι­διαί­τε­ρα στις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες πριν α­πό τον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, οι πα­ρα­χω­ρή­σεις αυ­τές, του­λά­χι­στο ό­σον α­φο­ρά τα α­νώ­τε­ρα στρώ­μα­τα του προ­λε­τα­ριά­του, ήταν πέρα για πέρα πραγματικές. Η βιο­μη­χα­νί­α ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο α­να­πτυσ­σό­ταν σχε­δόν α­διά­κο­πα. Η ευ­η­με­ρί­α των πο­λιτι­σμέ­νων ε­θνών –κι ως έ­να μέ­ρος και των ερ­γα­ζο­μέ­νων μα­ζών– με­γάλωνε. Η δη­μο­κρα­τί­α φαι­νό­ταν στερεή. Οι ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις αναπτύσσο­νταν. Ταυ­τό­χρο­να, οι ρε­φορ­μι­στι­κές τά­σεις βά­θαι­ναν. Οι σχέ­σεις α­νά­με­σα στις τά­ξεις, του­λά­χι­στον ε­ξω­τε­ρι­κά, αμβλύνο­νταν. Έ­τσι, ο­ρι­σμέ­να στοι­χειώ­δη η­θι­κά α­ξιώ­μα­τα εί­χαν ε­γκα­θι­δρυ­θεί στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, μα­ζί με τους κα­νό­νες της δη­μο­κρα­τί­ας και τις συ­νή­θειες της συ­νερ­γα­σί­ας των τά­ξε­ων. Εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί η ε­ντύ­πω­ση για μια όλο και πιο ε­λεύ­θε­ρη, πιο δί­και­η και πιο αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Η α­νο­δι­κή γραμ­μή της προ­ό­δου φαι­νό­ταν α­τέ­λειω­τη στην «κοι­νή λο­γι­κή».

Ό­μως, α­ντί γιΆ αυ­τό, ξέ­σπα­σε ο πό­λε­μος μα­ζί με μια σει­ρά από σπα­σμούς, κρί­σεις, κα­τα­στρο­φές, ε­πι­δη­μί­ες και θη­ριω­δί­ες. Η οι­κο­νο­μι­κή ζω­ή της αν­θρω­πό­τη­τας έ­φτα­σε σε αδιέξοδο. Οι τα­ξι­κοί α­ντα­γω­νι­σμοί ο­ξύν­θη­καν και έ­γι­ναν πιο ωμοί. Οι α­σφα­λι­στι­κές δι­κλί­δες της δη­μο­κρα­τί­ας άρ­χι­σαν να τι­νά­ζο­νται, η μια μετά την άλ­λη, στον αέρα. Τα στοι­χειώ­δη η­θι­κά α­ξιώ­μα­τα α­πο­δεί­χτη­κε ό­τι ήταν πιο εύ­θραυ­στα α­πό τους δη­μο­κρα­τι­κούς θε­σμούς και τις ρε­φορ­μι­στι­κές αυ­τα­πά­τες. Το ψέ­μα, η συ­κο­φα­ντί­α, η ε­ξα­χρεί­ω­ση, η δω­ρο­δο­κί­α, ο κα­τα­να­γκα­σμός, ο φό­νος, α­να­πτύ­χθη­καν σε χω­ρίς προ­η­γού­με­νο διαστάσεις. ΣΆ έ­ναν ζα­λι­σμέ­νο και α­φε­λή, ό­λα αυ­τά τα ε­ξορ­γι­στι­κά φαινόμενα φαί­νο­νταν σαν προ­σω­ρι­νό α­πο­τέ­λε­σμα του πο­λέ­μου. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν και πα­ρα­μέ­νουν εκ­δη­λώ­σεις της ι­μπε­ρια­λι­στι­κής παρακμής. Η σή­ψη του κα­πι­τα­λι­σμού δεί­χνει τη σή­ψη της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας μαζί με τους νό­μους της και την η­θι­κή της.

Η «σύν­θε­ση» της ι­μπε­ρια­λι­στι­κής α­χρειό­τη­τας εί­ναι ο φα­σι­σμός, ά­με­σος καρ­πός της χρε­ο­κο­πί­ας της α­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας μπρο­στά στα προ­βλή­μα­τα της ι­μπε­ρια­λι­στι­κής εποχής. Α­πο­μει­νά­ρια δη­μο­κρα­τί­ας ε­ξα­κο­λου­θούν να υ­πάρ­χουν α­κό­μα μό­νο στις πλού­σιες κα­πι­τα­λι­στι­κές α­ρι­στο­κρα­τί­ες: για κά­θε «δη­μο­κρά­τη» στην Αγ­γλί­α, τη Γαλ­λί­α, την Ολ­λαν­δί­α και το Βέλ­γιο υ­πάρ­χει έ­νας ο­ρι­σμέ­νος α­ριθ­μός α­ποι­κια­κών σκλά­βων. «Ε­ξή­ντα Οικογέ­νει­ες» έ­χουν κά­τω α­πό τον έ­λεγ­χό τους τη Δη­μο­κρα­τί­α των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών και ού­τω καθεξής. Πέ­ρα α­πΆ αυ­τό, φι­ντά­νια του φα­σι­σμού φυ­τρώ­νουν με γορ­γό ρυθ­μό σε ό­λες τις δημοκρατίες. Ο στα­λι­νι­σμός, με τη σει­ρά του, εί­ναι το προ­ϊ­όν της ι­μπε­ρια­λι­στι­κής πί­ε­σης πά­νω σΆ έ­να κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο και α­πο­μο­νω­μέ­νο ερ­γα­τι­κό κρά­τος –έ­να ι­διό­μορ­φο συμ­με­τρι­κό συ­μπλή­ρω­μα του φασισμού.

Ε­νώ οι ι­δε­α­λι­στές φι­λι­σταί­οι –α­νά­με­σα στους ο­ποί­ους οι α­ναρ­χι­κοί κα­τέ­χουν, φυ­σι­κά, την πρώ­τη θέ­ση– ξε­σκε­πά­ζουν α­κού­ρα­στα τον μαρ­ξι­στι­κό «α­μο­ρα­λι­σμό» α­πό τον Τύ­πο τους, τα α­με­ρι­κα­νι­κά τρα­στ, σύμ­φω­να με τον Τζον Λιού­ις του Συ­νε­δρί­ου Βιο­μη­χα­νι­κών Ορ­γα­νώ­σε­ων (C.I.O.), ξο­δεύ­ουν ό­χι λι­γό­τε­ρα α­πό 80 ε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια το χρό­νο στον πρα­κτι­κό α­γώ­να ε­νά­ντια στην ε­πα­να­στα­τι­κή «α­νη­θι­κο­ποί­η­ση», δη­λα­δή σε κα­τα­σκο­πί­α, ε­ξα­γο­ρά ερ­γα­τών, συ­νω­μο­σί­ες και κα­τα­χθό­νιες δολοφονίες. Η κα­τη­γο­ρι­κή προ­στα­γή προ­τιμά κα­μιά φο­ρά πλά­γιους δρό­μους για το θρί­αμ­βό της!

Εί­ναι δί­καιο να ση­μειώ­σου­με ό­τι οι πιο ει­λι­κρι­νείς και ταυ­τό­χρο­να οι πιο στε­νο­κέ­φα­λοι μι­κρο­α­στοί η­θι­κο­λό­γοι ε­ξα­κο­λου­θούν α­κό­μα και σή­με­ρα να ζουν μέ­σα στις ε­ξι­δα­νι­κευ­μέ­νες α­να­μνή­σεις του χθες και να ελ­πί­ζουν στην ε­πι­στρο­φή του. Δεν κα­τα­λα­βαί­νουν ό­τι η η­θι­κή εί­ναι μια λει­τουρ­γί­α της τα­ξι­κής πά­λης, ό­τι η δη­μο­κρα­τι­κή η­θι­κή α­ντι­στοι­χεί στην ε­πο­χή του φι­λε­λεύ­θε­ρου και προ­ο­δευ­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, ό­τι η ό­ξυν­ση της πά­λης των τά­ξε­ων, περ­νώ­ντας στην τε­λευ­ταί­α της φά­ση, κα­τά­στρε­ψε ο­ρι­στι­κά και α­με­τά­κλη­τα αυ­τή την η­θι­κή και ό­τι στη θέ­ση της ήρ­θε, α­πό τη μια με­ριά, η η­θι­κή του φα­σι­σμού, και, α­πό την άλ­λη, η η­θι­κή της προ­λε­τα­ρια­κής ε­πα­νά­στα­σης.

«Κοι­νή Λο­γι­κή»

Η δη­μο­κρα­τί­α και η «γε­νι­κώς α­να­γνω­ρι­σμέ­νη» η­θι­κή δεν εί­ναι τα μό­να θύ­μα­τα του ιμπεριαλι­σμού. Ο τρί­τος μάρ­τυ­ρας εί­ναι η «πα­γκό­σμια» κοι­νή λογική. Η κα­τώ­τε­ρη αυ­τή μορ­φή νόησης δεν εί­ναι απλά α­να­γκαί­α κά­τω απΆ ό­λες τις συν­θή­κες, μα και κά­τω α­πό ο­ρι­σμέ­νους ό­ρους εί­ναι α­κό­μα και επαρκής. Το βα­σι­κό κε­φά­λαιο της κοι­νής λο­γι­κής α­πο­τε­λεί­ται α­πό στοι­χειώ­δη συ­μπε­ρά­σμα­τα γε­νι­κής ε­μπει­ρί­ας: μη βά­ζεις το δά­κτυ­λο στη φω­τιά, ό­ταν μπο­ρείς προ­χώ­ρα ί­σια στο δρό­μο σου, μην πει­ρά­ζεις ά­γρια σκυ­λιά κλπ., κλπ. Κά­τω α­πό έ­να στα­θε­ρό κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον η κοι­νή λο­γι­κή φτάνει για να πα­ζα­ρεύ­ει κα­νείς, να φρο­ντί­ζει την υ­γεί­α του, να γρά­φει άρ­θρα, να διευ­θύ­νει ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα, να ψη­φί­ζει στη βου­λή, να πα­ντρεύ­ε­ται και να διαιω­νί­ζει το εί­δος του. Αλ­λά ό­ταν η ί­δια αυ­τή κοι­νή λο­γι­κή δο­κι­μά­σει να προ­χω­ρή­σει πέ­ρα α­πό τα κα­θο­ρι­σμέ­να ό­ριά της και να μπει στην α­ρέ­να πιο πο­λύ­πλο­κων γε­νι­κεύ­σε­ων, πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν έ­να κου­βά­ρι α­πό προ­κα­τα­λή­ψεις μιας ο­ρι­σμέ­νης τά­ξης και μιας ο­ρι­σμέ­νης εποχής. Μια α­πλή κα­πι­τα­λι­στι­κή κρί­ση εί­ναι αρ­κε­τή για να φέ­ρει την κοι­νή λο­γι­κή σε α­διέ­ξο­δο, και μπρο­στά σε τέ­τοιες κα­τα­στρο­φές ό­πως εί­ναι η ε­πα­νά­στα­ση, η α­ντε­πα­νά­στα­ση και ο πό­λε­μος, η κοι­νή λο­γι­κή α­πο­δεί­χνε­ται μια κα­θα­ρή τρέ­λα. Για να κα­τα­λά­βου­με τις κα­τα­στρο­φι­κές πα­ρα­βιά­σεις της «ο­μα­λής» πο­ρεί­ας των γε­γο­νό­των χρειά­ζο­νται α­νώ­τε­ρες ι­διό­τη­τες νόησης, και αυ­τές έ­χουν εκ­φρα­στεί μέ­χρι τώ­ρα φι­λο­σο­φι­κά μό­νο α­πό τον δια­λε­κτι­κό υλισμό.

Ο Μαξ Ί­στμαν, που με ε­πι­τυ­χί­α προ­σπα­θεί να προι­κί­σει την «κοι­νή λο­γι­κή» με έ­να πιο ελ­κυ­στι­κό φι­λο­λο­γι­κό στιλ, δεν κα­τά­φε­ρε με την πά­λη του ε­νά­ντια στη δια­λε­κτι­κή τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το να δη­μιουρ­γή­σει έ­να ε­πάγ­γελ­μα για τον ε­αυ­τό του. Ο Ί­στμαν παίρ­νει στα σο­βα­ρά τις συ­ντη­ρη­τι­κές κοι­νο­το­πί­ες, τις ντυ­μέ­νες μΆ έ­να ω­ραί­ο στιλ, της κοι­νής λο­γι­κής σαν την «ε­πι­στή­μη της ε­πα­νά­στα­σης». Υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας τους α­ντι­δρα­στι­κούς σνο­μπ του πε­ριο­δι­κού «Κοι­νή Λο­γι­κή», βε­βαιώ­νει την αν­θρω­πό­τη­τα με α­μί­μη­τη αυ­το­πε­ποί­θη­ση ό­τι αν ο Τρό­τσκι κα­θο­δη­γού­νταν ό­χι α­πό τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρί­α, αλ­λά α­πό την κοι­νή λο­γι­κή, δεν θα ...έ­χα­νε την ε­ξου­σί­α. Η ε­σώ­τε­ρη ε­κεί­νη δια­λε­κτι­κή, που μέ­χρι τώ­ρα εμ­φα­νί­στη­κε σε μια δια­δο­χή κα­θο­ρι­σμέ­νων στα­δί­ων σΆ ό­λες τις ε­πα­να­στά­σεις, δεν υ­πάρ­χει για τον Ί­στμαν. ΓιΆ αυ­τόν, ο πα­ρα­με­ρι­σμός της ε­πα­νά­στα­σης α­πό την α­ντί­δρα­ση ο­φεί­λε­ται στον α­νε­παρ­κή σε­βα­σμό προς την κοι­νή λο­γική. Ο Ί­στμαν δεν κα­τα­λα­βαί­νει ό­τι ο Στά­λιν εί­ναι ε­κεί­νος που με μια ι­στο­ρι­κή έν­νοια, έ­πε­σε θύ­μα της κοι­νής λο­γι­κής, δη­λα­δή της α­νε­πάρ­κειάς της, α­φού η ε­ξου­σί­α που κα­τέ­χει υ­πη­ρε­τεί σκο­πούς ε­χθρι­κούς προς τον μπολσεβικισμό. Αντίθετα, η μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρί­α μάς ε­πέ­τρεψε να ξε­κό­ψου­με έ­γκαι­ρα α­πό τη θερ­μι­δο­ρια­νή γρα­φειο­κρα­τί­α και να συ­νε­χί­σου­με να υ­πη­ρε­τού­με τους σκο­πούς του διε­θνούς σο­σια­λισμού.

Κά­θε ε­πι­στή­μη, μα­ζί και η «ε­πι­στή­μη της ε­πα­νά­στα­σης», ε­πα­λη­θεύ­ε­ται α­πό την ε­μπει­ρί­α. Μια που ο Ί­στμαν ξέ­ρει κα­λά πώς να δια­τη­ρή­σει την ε­πα­να­στα­τι­κή ε­ξου­σί­α κά­τω α­πό συν­θή­κες πα­γκό­σμιας α­ντε­πα­νά­στα­σης, τό­τε θα ξέ­ρει ε­πί­σης, ας το ελ­πί­σου­με, το πώς να κα­τα­κτή­σει την ε­ξου­σί­α. Πο­λύ θα ε­πι­θυ­μού­σα­με να μας α­πο­κα­λύ­ψει στο τέ­λος τα μυ­στι­κά του. Και α­κό­μα κα­λύ­τε­ρα αν τό Άκα­νε αυ­τό με τη μορ­φή ε­νός σχε­δί­ου προ­γράμ­μα­τος για έ­να ε­πα­να­στα­τι­κό κόμ­μα με τον τί­τλο: «Πώς να Κα­τα­χτάς και να Δια­τη­ρείς την Ε­ξου­σί­α». Φο­βού­μα­στε, ωστόσο, ό­τι α­κρι­βώς η κοι­νή λο­γι­κή εί­ναι ε­κεί­νη που θα τον α­να­γκά­σει να πα­ραι­τη­θεί α­πό μια τέ­τοια ε­πι­κίν­δυ­νη δου­λειά. Και αυ­τή τη φο­ρά η κοι­νή λο­γι­κή θά Άχει δί­κιο.

Η μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρί­α, που, α­λί­μο­νο, ο Ί­στμαν πο­τέ δεν την κα­τά­λα­βε, μας ε­πέ­τρε­ψε να προ­βλέ­ψου­με το α­να­πό­φευ­κτο, κά­τω α­πό ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρι­κές συν­θή­κες, του Σο­βιε­τι­κού Θερ­μι­δόρ με ό­λη την α­λυ­σί­δα των ε­γκλη­μά­των του. Η ί­δια αυ­τή θε­ω­ρί­α, πριν α­πό πο­λύ και­ρό, πρό­βλε­ψε το α­να­πό­φευ­κτο της πτώ­σης της α­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας και της η­θι­κής της. Στο με­ταξύ, οι δογ­μα­τι­κοί της «κοι­νής λο­γι­κής» πιά­στη­καν στον ύ­πνο α­πό το φα­σι­σμό και το σταλι­νισμό. Η κοι­νή λο­γι­κή λει­τουρ­γεί με α­με­τά­βλη­τα με­γέ­θη μέ­σα σΆ έ­ναν κό­σμο ό­που μό­νο η αλ­λα­γή εί­ναι αμετά­βλητη. Α­ντί­θε­τα, η δια­λε­κτι­κή παίρ­νει ό­λα τα φαι­νό­με­να, τους θε­σμούς και τους κα­νό­νες στη γέν­νη­ση, την α­νά­πτυ­ξη και την πα­ρακ­μή τους. Η ά­πο­ψη της δια­λε­κτι­κής ό­τι η η­θι­κή εί­ναι έ­να δευ­τε­ρεύ­ον και πα­ρο­δι­κό προ­ϊ­όν της πά­λης των τά­ξε­ων φαί­νε­ται στην κοι­νή λο­γι­κή σαν «α­μο­ρα­λι­σμός». Κι ό­μως δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε πιο μπα­γιά­τι­κο, πιο ρη­χό, πιο γε­μά­το αυ­το­ϊ­κα­νο­ποί­η­ση και κυ­νι­σμό α­πό την η­θι­κή της κοι­νής λο­γι­κής!

Οι Η­θι­κο­λό­γοι και η Γκε Πε Ου

Οι Δί­κες της Μό­σχας πρό­σφε­ραν την ευ­και­ρί­α για μια σταυ­ρο­φο­ρί­α ε­νά­ντια στον μπολσεβί­κικο «α­μο­ρα­λι­σμό». Ω­στό­σο, η σταυ­ρο­φο­ρί­α δεν ά­νοι­ξε μονομιάς. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι στην πλειο­ψη­φί­α τους οι η­θι­κο­λό­γοι, ά­με­σα η έμ­με­σα, ήταν φί­λοι του Κρεμ­λί­νου. Σαν τέ­τοιοι προ­σπα­θού­σαν για και­ρό να κρύ­ψουν την κα­τά­πλη­ξή τους κι α­κό­μα προ­σποιού­νταν ό­τι τί­πο­τε το α­συ­νή­θι­στο δεν εί­χε συμβεί.

Αλ­λά οι Δί­κες της Μό­σχας δεν ήταν κα­θό­λου έ­να α­τύ­χη­μα. Η δου­λι­κή υ­πο­τα­γή, η υ­πο­κρι­σί­α, η ε­πί­ση­μη λα­τρεί­α του ψέ­μα­τος, η δω­ρο­δο­κί­α και άλ­λες μορ­φές δια­φθο­ράς εί­χαν αρ­χί­σει ή­δη να αν­θούν στη Μό­σχα α­πό το 1924-1925. Οι μελ­λο­ντι­κές δι­κα­στι­κές πλε­κτά­νες προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν α­νοι­κτά μπρο­στά στα μά­τια ό­λου του κό­σμου. Δεν έλειψε η προ­ειδοποίηση. Οι «φί­λοι», ό­μως, δεν εί­χαν τη διά­θε­ση να δούνε τίποτε. Δεν πρέ­πει να α­πο­ρεί κα­νείς: οι πε­ρισ­σό­τε­ροι απΆ αυ­τούς τους κυ­ρί­ους, α­συμ­φι­λί­ω­τα ε­χθρι­κοί την ε­πο­χή της Ο­κτω­βρια­νής Ε­πα­νά­στα­σης, έ­γι­ναν φί­λοι της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης στο βαθ­μό που προ­χω­ρού­σε ο θερ­μι­δο­ρια­νός εκ­φυ­λι­σμός της –οι μι­κρο­α­στοί δη­μο­κρά­τες της Δύ­σης α­να­γνώ­ρι­σαν στη μι­κρο­α­στι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α της Α­να­το­λής μια συγ­γε­νι­κή ψυ­χή.

Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί πί­στευαν πραγ­μα­τι­κά τις κα­τη­γο­ρί­ες της Μό­σχας; Μό­νο οι πιο η­λί­θιοι. Οι άλ­λοι δεν ε­πι­θυ­μού­σαν να μπουν στον κό­πο της ε­πα­λή­θευ­σης. Εί­ναι μήπως λο­γι­κό να εκ­θέ­σεις σε κίν­δυ­νο την κο­λα­κευ­τι­κή, βο­λι­κή και συ­χνά κα­λο­πλη­ρω­μέ­νη φι­λί­α με τις σο­βιε­τι­κές Πρε­σβεί­ες; Ύ­στε­ρα –ω, δεν το ξέ­χα­σαν κι αυ­τό!– η α­διά­κρι­τη α­λή­θεια μπο­ρεί να βλά­ψει το γό­η­τρο της ΕΣ­ΣΔ. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί έ­κρι­ναν τα ε­γκλή­μα­τα με ω­φε­λι­μι­στι­κά κρι­τή­ρια, δη­λα­δή ε­φαρ­μό­ζο­ντας α­νοι­κτά την αρ­χή: «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα».

Ο Πριτ, ο σύμ­βου­λος του βα­σι­λιά της Αγ­γλί­ας, που τα κα­τά­φερ­νε να συν­δυά­ζει με ε­πι­τυ­χί­α τον τί­τλο του ευ­γε­νούς με το ρό­λο του συ­νη­γό­ρου του στα­λι­νι­σμού, α­φού α­να­κά­λυ­ψε ό­τι το κα­θε­τί ήταν ε­ντά­ξει, α­νέ­λα­βε την α­διά­ντρο­πη πρωτοβουλία. Ο Ρο­μέν Ρο­λάν, που το η­θι­κό του κύ­ρος βρί­σκε­ται υ­ψη­λά α­νά­με­σα στους σο­βιε­τι­κούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους, έ­σπευ­σε να τυ­πώ­σει έ­να μα­νι­φέ­στο του, στο ο­ποί­ο ο με­λαγ­χο­λι­κός λυ­ρι­σμός πάει χέ­ρι χέρι με τον ξε­μω­ρα­μέ­νο κυνι­σμό. Η Γαλ­λι­κή Έ­νω­ση για τα Δι­καιώματα του Αν­θρώ­που, που κα­τα­κε­ραύ­νω­σε τον «α­μο­ρα­λι­σμό του Λέ­νιν και του Τρό­τσκι» το 1917, ό­ταν αυ­τοί σπά­σα­νε τη στρα­τιω­τι­κή συμ­μα­χί­α με τη Γαλ­λί­α, έ­σπευ­σε το 1936 να κρί­νει τα ε­γκλή­ματα του Στά­λιν κά­τω α­πό το πρί­σμα των συμ­φε­ρό­ντων του Γάλ­λο­-σοβιε­τι­κού Συμ­φώ­νου. Έ­νας πα­τριω­τι­κός σκο­πός α­γιά­ζει, ό­πως εί­ναι γνω­στό, κά­θε μέ­σο. «Το Έ­θνος» και «Η Νέ­α Δη­μο­κρα­τί­α» έ­κλει­ναν τα μά­τια τους μπρο­στά στα κα­τορ­θώ­μα­τα του Για­γκό­ντα, μια και η «φι­λί­α» τους με την ΕΣ­ΣΔ εγ­γυούν­ταν το δι­κό τους κύ­ρος. Πριν έ­να μό­λις χρό­νο αυ­τοί οι κύ­ριοι κά­θε άλ­λο πα­ρά δια­κή­ρυσ­σαν ό­τι ο στα­λι­νι­σμός και ο τρο­τ­σκι­σμός εί­ναι έ­να και το ί­διο πράγ­μα. Έ­παιρ­ναν α­νοι­χτά το μέ­ρος του Στά­λιν, για το ρε­α­λι­σμό του, για τη δι­καιο­σύ­νη του και για τον Για­γκό­ντα του. Κρατήθηκαν σΆ αυ­τή τη θέση ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο μπο­ρού­σαν.

Μέ­χρι τη στιγ­μή της ε­κτέ­λε­σης του Του­χα­τσέφ­σκι, του Για­κίρ και των άλ­λων στρα­τη­γών, η με­γά­λη μπουρ­ζουα­ζί­α των δη­μο­κρα­τι­κών χω­ρών πα­ρα­κο­λου­θού­σε την ε­κτέ­λε­ση των ε­πα­να­στα­τών στην ΕΣ­ΣΔ, ό­χι χω­ρίς ευ­χα­ρί­στη­ση, αν και κά­τω α­πό μια ε­πί­φα­ση α­πέ­χθειας. ΜΆ αυ­τήν την έν­νοια «Το Έ­θνος» και «Η Νέ­α Δη­μο­κρα­τί­α», για να μη μι­λή­σου­με για τον Ντιού­ραντι, τον Λουίς Φί­σερ και τις συγ­γε­νι­κές τους εκπορνευ­μένες πέ­νες, α­πη­χού­σαν στο α­κέ­ραιο τα συμ­φέ­ρο­ντα του «δη­μο­κρα­τι­κού» ιμπεριαλισμού. Η ε­κτέ­λε­ση των στρα­τη­γών τρό­μα­ξε την μπουρ­ζουα­ζί­α, α­να­γκά­ζο­ντάς την να κα­τα­λά­βει ό­τι η προ­χω­ρη­μέ­νη α­πο­σύν­θε­ση του στα­λι­νι­κού μη­χα­νι­σμού διευ­κό­λυ­νε το έρ­γο του Χί­τλερ, του Μου­σο­λί­νι και του Μικάδο. Οι «Τά­ιμ­ς της Νέ­ας Υόρ­κης», με προ­φύ­λα­ξη, αλ­λά και ε­πι­μο­νή, άρ­χι­σαν να διορ­θώ­νουν το δι­κό τους Ντιούραντι. Στο Πα­ρί­σι «Ο Χρό­νος» ά­νοι­ξε τις στή­λες του για να χύ­σει λί­γο φως στην πραγ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση της ΕΣ­ΣΔ. Ό­σο για τους μι­κρο­α­στούς η­θι­κο­λό­γους και κό­λα­κες, αυ­τοί δεν ήταν τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό δου­λι­κές α­πη­χή­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής τά­ξης. Ε­πι­πλέ­ον, ό­ταν η Διε­θνής Ε­πι­τρο­πή Έ­ρευ­νας, με πρό­ε­δρο τον Τζον Ντιού­ι, δη­μο­σί­ευ­σε την ε­τυ­μη­γο­ρί­α της, έ­γι­νε κα­θα­ρό σε κά­θε άν­θρω­πο που εί­χε λί­γο μυα­λό ό­τι η πα­ρα­πέ­ρα α­νοι­κτή υ­πε­ρά­σπι­ση της Γκε Πε Ου ι­σο­δυ­να­μού­σε με κίν­δυ­νο πο­λι­τι­κού και η­θι­κού θα­νά­του. Μό­νο εκεί­νη τη στιγ­μή οι «φί­λοι» α­πο­φά­σι­σαν να φέ­ρουν τις αιώ­νιες η­θι­κές α­λή­θειες στον κό­σμο του θε­ού, δη­λα­δή να υ­πο­χω­ρή­σουν στη δεύ­τε­ρη σει­ρά χα­ρα­κω­μά­των.

Οι τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι στα­λι­νι­κοί και μι­σο­στα­λι­νι­κοί δεν κα­τέ­χουν την τε­λευ­ταί­α θέ­ση α­νά­με­σα στους ηθικολόγους. Ο Ε­βγκέ­νι Λάιον για αρ­κε­τά χρό­νια συ­γκα­τοι­κού­σε ευ­γε­νι­κά με τη θερ­μι­δο­ρια­νή κλί­κα, θε­ω­ρώ­ντας τον ε­αυ­τό του σχε­δόν μπολσεβίκο. Α­πο­τρα­βηγ­μέ­νος α­πό το Κρεμ­λί­νο –για λό­γους που μας εί­ναι α­διά­φο­ροι– υ­ψώ­θη­κε, ό­πως ήταν φυ­σι­κό, α­μέ­σως στα σύν­νε­φα του ιδεα­λισμού. Ο Λί­στον Ό­ουκ εί­χε μέ­χρι τε­λευ­ταί­α τό­σο πο­λύ την ε­μπι­στο­σύ­νη της Κό­μι­ντερ­ν ώ­στε του α­να­τέ­θη­κε να κα­τευ­θύ­νει την αγ­γλι­κή προ­πα­γάν­δα υ­πέρ της δη­μο­κρα­τι­κής Ι­σπα­νί­ας. Αυ­τό δεν τον ε­μπό­δι­σε, φυ­σι­κά, μό­λις πα­ρά­τη­σε το πό­στο του να πα­ρα­τή­σει ε­πί­σης και το μαρ­ξι­στι­κό αλ­φά­βη­το. Ο εκ­πα­τρι­σμέ­νος Βάλ­τερ Κρι­βί­τσκι, δια­κό­πτοντας τις σχέ­σεις του με την Γκε Πε Ου, προ­σχώ­ρη­σε α­μέ­σως στην α­στι­κή δημοκρατία. Προ­φα­νώς αυ­τή εί­ναι ε­πί­σης η με­τα­μόρ­φω­ση του υπέργηρου Σαρλ Ράπο­πορ. Έχο­ντας πε­τά­ξει το στα­λι­νι­σμό στη θά­λασ­σα, οι άν­θρω­ποι αυ­τού του είδους –και εί­ναι πολ­λοί– εί­ναι α­δύ­να­το να μη ζη­τή­σουν α­πο­ζη­μί­ω­ση στα δόγ­μα­τα της α­φη­ρη­μέ­νης η­θι­κής για την α­πο­γο­ή­τευ­ση και τον ξε­πε­σμό των ι­δε­ω­δών που γνώ­ρι­σαν. Ρω­τή­στε τους: «Για­τί με­τα­πη­δή­σα­τε α­πό τις γραμ­μές της Κόμι­ντερν ή της Γκε Πε Ου στο στρα­τό­πε­δο της μπουρ­ζουα­ζί­ας;». Έ­χουν έ­τοι­μη την α­πά­ντη­ση: «Ο τρο­τσκι­σμός δεν εί­ναι κα­λύ­τε­ρος α­πό το στα­λι­νι­σμό».

Η Νο­ο­τρο­πί­α των Πο­λι­τι­κών Σκα­κι­στών

«Ο τρο­τσκι­σμός εί­ναι ε­πα­να­στα­τι­κός ρομαντισμός. Ο στα­λι­νι­σμός εί­ναι πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή». Α­πό τη χυ­δαί­α αυ­τή α­ντι­πα­ρά­θε­ση, με την ο­ποί­α ο μέ­σος φι­λι­σταί­ος δι­καιο­λο­γού­σε ως τα χθες τη φι­λί­α του με το Θερ­μι­δόρ ε­νά­ντια στην Ε­πα­νά­στα­ση, δεν α­πο­μέ­νει σή­με­ρα ού­τε ί­χνος. Γε­νι­κά, σή­με­ρα ο τρο­τσκι­σμός και ο στα­λι­νι­σμός δεν α­ντι­πα­ρα­θέ­το­νται αλ­λά ταυ­τίζονται. Ταυ­τί­ζο­νται, ό­μως, μό­νο στη μορ­φή, ό­χι στην ου­σί­α. Έ­χο­ντας υ­πο­χω­ρή­σει στον με­σημ­βρι­νό της «κα­τη­γο­ρι­κής προ­στα­γής», οι δη­μο­κρά­τες συ­νε­χί­ζουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να υ­πε­ρα­σπί­ζουν την Γκε Πε Ου, αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά με καλύ­τε­ρο κα­μου­φλάζ και με­γα­λύ­τε­ρη δυσπι­στία. Αυ­τός που συ­κο­φα­ντεί το θύ­μα βο­η­θά­ει τον εκτελεστή. ΣΆ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, ό­πως και σε άλ­λες, η η­θι­κή υ­πη­ρε­τεί την πολιτική.

Ο δη­μο­κρά­της φι­λι­σταί­ος και ο στα­λι­νι­κός γρα­φειο­κρά­της εί­ναι, αν ό­χι δί­δυ­μοι, α­δελ­φοί στο πνεύ­μα. Ό­πως και νά Άχει, πο­λι­τι­κά α­νή­κουν στο ί­διο στρατόπεδο. Το ση­με­ρι­νό κυ­βερ­νη­τι­κό σύ­στη­μα της Γαλ­λί­ας και –αν προ­σθέ­σου­με τους α­ναρ­χι­κούς– της δη­μο­κρα­τι­κής Ι­σπα­νί­ας, βα­σί­ζο­νται στη συ­νερ­γα­σί­α των στα­λι­νι­κών, των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών και των φιλελευθέρων. Αν το βρε­τα­νι­κό Α­νε­ξάρ­τη­το Ερ­γα­τι­κό Κόμ­μα φαί­νε­ται α­να­στα­τω­μέ­νο, εί­ναι για­τί για ο­ρι­σμέ­να χρό­νια δεν α­πο­τρα­βή­χτη­κε α­πό το α­γκά­λια­σμα της Κόμιντερν. Το Γαλ­λι­κό Σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα διέ­γρα­ψε τους τρο­τσκι­στές α­πό τις γραμ­μές του α­κρι­βώς ό­ταν ε­τοι­μά­στη­κε να ε­νω­θεί με τους σταλινι­κούς. Αν η ε­νο­ποί­η­ση δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, δεν ήταν για­τί υ­πήρ­χαν δια­φο­ρές αρ­χών –τι α­πο­μέ­νει πια α­πΆ αυ­τές;– αλ­λά για­τί οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες κα­ριε­ρί­στες φο­βού­νταν για τα πό­στα τους. Ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό την Ι­σπα­νί­α, ο Νόρ­μαν Τό­μας δή­λω­σε ό­τι «α­ντι­κει­με­νι­κά» οι τρο­τσκι­στές βο­η­θούν το Φράν­κο, και μΆ αυ­τή του την υ­πο­κει­με­νι­κή η­λι­θιό­τη­τα πρό­σφε­ρε «α­ντι­κει­με­νι­κή» υ­πη­ρε­σί­α στους δήμιους της Γκε Πε Ου. Ο α­κρι­βο­δί­καιος αυ­τός άν­θρω­πος διέ­γρα­ψε τους α­με­ρι­κά­νους «τρο­τσκι­στές» α­πό το κόμ­μα του, α­κρι­βώς ό­πως η Γκε Πε Ου τσά­κι­σε τους ο­μο­ϊ­δε­ά­τες τους στην ΕΣ­ΣΔ και στην Ι­σπα­νί­α. Σε πολ­λές δη­μο­κρα­τι­κές χώ­ρες οι στα­λι­νι­κοί, παρό­λο τους τον «α­μο­ρα­λι­σμό», έ­χουν διεισ­δύ­σει στον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό ό­χι χω­ρίς επιτυχία. Στα ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα συ­γκα­τοι­κούν ά­νε­τα με γρα­φειο­κρά­τες άλ­λων αποχρώ­σεων. Πραγ­μα­τι­κά, οι στα­λι­νι­κοί κρα­τά­νε ε­ξαι­ρε­τι­κά ελαφρό­μυαλη στά­ση α­πέ­να­ντι στον Ποι­νι­κό Κώ­δι­κα και μΆ αυ­τό τον τρό­πο τρέ­πουν σε φυ­γή τους «δη­μο­κρά­τες» φί­λους τους σε ει­ρη­νι­κές πε­ρίοδες. Σε ε­ξαι­ρε­τι­κές, ό­μως, πε­ρι­στά­σεις, ό­πως έ­δει­ξε το πα­ρά­δειγ­μα της Ι­σπα­νί­ας, γί­νο­νται α­κό­μα πιο σί­γου­ρα οι αρ­χη­γοί της μικρο­μπουρ­ζουα­ζί­ας ε­νά­ντια στο προλετα­ριάτο.

Η Δεύ­τε­ρη Διε­θνής και η Διε­θνής του ¶μ­στερ­νταμ δεν πή­ραν, φυ­σι­κά, πά­νω τους την ευ­θύ­νη για τις σκευω­ρί­ες. Αυ­τή τη δου­λειά την ά­φη­σαν στην Κόμιντερν (Κο­μ­μουνιστική Διε­θνή). Οι ί­διες κά­θι­σαν ή­συ­χες. Ι­διω­τι­κά ε­ξή­γη­σαν ό­τι α­πό «η­θι­κή» ά­πο­ψη ήταν ε­νά­ντια στον Στά­λιν, αλ­λά α­πό πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη ήταν μα­ζί του. Μό­νο ό­ταν το Λα­ϊ­κό Μέ­τω­πο στη Γαλ­λί­α ρά­γι­σε α­νε­πα­νόρ­θω­τα και υπο­χρέω­σε τους Σο­σια­λι­στές να σκε­φτούν για το αύ­ριο, ο Λε­όν Μπλουμ βρή­κε, στο βά­θος του κα­λα­μα­ριού του, τις α­να­γκαί­ες φόρ­μου­λες για η­θι­κή αγανά­κτηση.

Αν ο Ό­το Μπά­ουερ κα­τα­δί­κα­σε με μισόλογα τη δι­καιο­σύ­νη του Βι­σίν­σκι, το έ­κα­νε μό­νο και μόνο για να υ­πο­στη­ρί­ξει την πο­λι­τι­κή του Στά­λιν με με­γα­λύ­τε­ρη «α­με­ρο­λη­ψί­α». Η μοί­ρα του σο­σια­λι­σμού, σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη δή­λω­ση του Μπά­ουερ, εί­ναι δε­μέ­νη με τη μοί­ρα της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης. «Και η μοί­ρα της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης», συ­νε­χί­ζει, «εί­ναι η μοί­ρα του στα­λι­νι­σμού ό­σο (!) η ε­σω­τε­ρι­κή α­νά­πτυ­ξη της ί­διας της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης δεν ξε­περ­νά τη στα­λι­νι­κή φά­ση α­νά­πτυ­ξης». Ο­λό­κλη­ρος ο Μπά­ουερ, ο­λό­κλη­ρος ο Αυ­στρο­μαρ­ξι­σμός, ο­λό­κλη­ρη η ψευ­τιά και η σα­πί­λα της Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, βρί­σκο­νται συ­γκε­ντρω­μέ­να στην α­ξιο­ση­μεί­ω­τη αυ­τή φρά­ση: «Ό­σο» η στα­λι­νι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α θα εί­ναι αρ­κε­τά ι­σχυ­ρή ώ­στε να σκο­τώ­νει τους προ­ο­δευ­τι­κούς εκ­προ­σώ­πους της «ε­σω­τε­ρι­κής α­νά­πτυ­ξης», ο Μπά­ουερ θα είναι κολ­λη­μέ­νος πάνω στον Στά­λιν. Ό­ταν, σε πεί­σμα του Μπά­ουερ, οι ε­πα­να­στα­τι­κές δυ­νά­μεις α­να­τρέ­ψουν τον Στά­λιν, τό­τε ο Μπά­ουερ θα α­να­γνω­ρί­σει γεν­ναιό­φρο­να την «ε­σω­τε­ρι­κή α­νά­πτυ­ξη» –με κα­θυ­στέ­ρη­ση ό­χι με­γα­λύ­τε­ρη α­πό 10 χρό­νια.

Πί­σω α­πό τις πα­λιές Διε­θνείς σέρ­νο­νται οι κε­ντρι­στές, το Γρα­φεί­ο του Λον­δί­νου, που συν­δυά­ζει με ε­πι­τυ­χί­α τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­νός παι­δι­κού κή­που, ε­νός σχο­λειού δια­νο­η­τι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νων ε­φή­βων και ε­νός α­σύ­λου αναπήρων. Ο γραμ­μα­τέ­ας του Γρα­φεί­ου, Φέ­νερ Μπροκ­γουέ­ι, άρ­χι­σε με τη δια­κή­ρυ­ξη ό­τι η έ­ρευ­να για τις Δί­κες της Μό­σχας θα μπο­ρού­σε να «βλά­ψει την ΕΣ­ΣΔ», και πρό­τει­νε, α­ντί­θε­τα, μια έ­ρευ­να για ...την πο­λι­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Τρό­τσκι α­πό μια «α­με­ρό­λη­πτη» ε­πι­τρο­πή που θα την α­πο­τε­λού­σαν πέ­ντε ά­σπον­δοι ε­χθροί του Τρό­τσκι. Ο Μπρά­ντλερ και ο Λόβ­στο­ουν τά­χτη­καν α­νοι­κτά αλ­λη­λέγ­γυοι με το Για­γκό­ντα. Δια­χώ­ρι­σαν τη θέ­ση τους μό­νο α­πό το Γιέ­ζοφ. Ο Γιά­κο­μπ Βάλ­χερ, μΆ έ­να φα­νε­ρά ψεύ­τι­κο πρό­σχη­μα, αρ­νή­θη­κε να κά­νει δυ­σμε­νή κα­τά­θε­ση για τον Στά­λιν στη Διε­θνή Ε­πι­τρο­πή που προ­ε­δρευό­ταν α­πό τον Τζον Ντιούι. Η σά­πια η­θι­κή αυ­τών των αν­θρώ­πων εί­ναι προ­ϊ­όν της σά­πιας πο­λι­τι­κής τους.

Αλ­λά ο πιο α­ξιο­θρή­νη­τος ρό­λος εί­ναι ί­σως ε­κεί­νος που παί­ξα­νε οι αναρχικοί. Αν ο στα­λι­νι­σμός και ο τρο­τσκι­σμός εί­ναι έ­να και το ί­διο πράγ­μα, ό­πως δια­βε­βαιώ­νουν σε κά­θε τους φρά­ση, τό­τε για­τί οι ι­σπα­νοί α­ναρ­χι­κοί βο­η­θούν τους στα­λι­νι­κούς να εκ­δι­κη­θούν τους τρο­τσκι­στές και ταυ­τό­χρο­να τους ε­πα­να­στά­τες α­ναρ­χι­κούς; Οι πιο ει­λι­κρι­νείς α­ναρ­χι­κοί θε­ω­ρη­τι­κοί α­πα­ντούν: αυ­τό εί­ναι το τί­μη­μα για τα πο­λε­μο­φό­δια. Με άλ­λα λό­για: ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα. Αλ­λά ποιος εί­ναι ο σκο­πός τους: Ο α­ναρ­χι­σμός; Ο σο­σια­λι­σμός; Ό­χι, όχι, –α­πλά η διά­σω­ση της ί­διας ε­κεί­νης α­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας που προ­ε­τοί­μα­σε την ε­πι­τυ­χί­α του φασισμού. Στους τα­πει­νούς σκο­πούς α­ντι­στοι­χούν πάντα τα­πει­νά μέ­σα.

Αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή διά­τα­ξη στα πιόνια της πα­γκό­σμιας πο­λι­τι­κής σκακιέρας.

Στα­λι­νι­σμός –έ­να Προ­ϊ­όν της Πα­λιάς Κοι­νω­νί­ας

Η Ρω­σί­α έ­κα­νε το με­γα­λύ­τε­ρο άλ­μα στην ι­στο­ρί­α, έ­να άλ­μα στο ο­ποί­ο οι πιο προ­ο­δευ­τι­κές δυ­νά­μεις της χώ­ρας βρή­καν την έκ­φρα­σή τους. Τώ­ρα, στη ση­με­ρι­νή α­ντί­δρα­ση, που η ορ­μή της εί­ναι α­νά­λο­γη με την ορ­μή τής τότε ε­πα­νά­στα­σης, η κα­θυ­στέ­ρη­ση παίρ­νει την εκ­δί­κη­σή της. Ο στα­λι­νι­σμός εν­σαρ­κώ­νει αυ­τή την α­ντί­δρα­ση. Η βαρ­βα­ρό­τη­τα της πα­λιάς ρω­σι­κής ι­στο­ρί­ας πά­νω σε νέ­ες κοι­νω­νι­κές βά­σεις φαί­νε­ται α­κό­μα πιο α­πο­κρου­στι­κή για­τί εί­ναι υποχρε­ωμέ­νη να κρύ­βε­ται πί­σω α­πό μια υ­πο­κρι­σί­α που δεν έ­χει το προ­η­γού­με­νο της στην ι­στο­ρί­α.

Οι φι­λε­λεύ­θε­ροι και οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες της Δύ­σης, που η Ρω­σι­κή Ε­πα­νά­στα­ση τους είχε α­να­γκά­σει να αμ­φι­βά­λουν για τις σά­πιες ι­δέ­ες τους, δο­κι­μά­ζουν τώ­ρα έ­να νέ­ο κύ­μα κου­ρά­γιου. Η η­θι­κή γάγ­γραι­να της σο­βιε­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας τούς φά­νη­κε σαν α­πο­κα­τά­στα­ση του φιλε­λευθερι­σμού. Τα τε­τρά­δια με τα στε­ρε­ό­τυ­πα σύ­ρο­νται ξα­νά στο φως της η­μέ­ρας: «Κά­θε δι­κτα­το­ρί­α κρύ­βει μέ­σα της τους σπό­ρους του ί­διου του εκ­φυ­λι­σμού της», «Μό­νο η δη­μο­κρα­τί­α εγ­γυά­ται την α­νά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας» κλπ., κλπ. Η α­ντι­πα­ρά­θε­ση δη­μο­κρα­τί­ας και δι­κτα­το­ρί­ας, που στη δο­σμέ­νη πε­ρί­πτω­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει την κα­τα­δί­κη του σο­σια­λι­σμού προς ό­φε­λος του α­στι­κού κα­θε­στώ­τος, προ­κα­λεί κα­τά­πλη­ξη α­πό θε­ω­ρη­τι­κή ά­πο­ψη με την α­γραμ­μα­το­σύ­νη και την α­συ­νει­δη­σί­α της. Η στα­λι­νι­κή μό­λυν­ση –μια ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, α­ντι­πα­ρα­τί­θε­ται στη δη­μο­κρα­τί­α –σε μια υ­πε­ρι­στο­ρι­κή α­φαί­ρε­ση. Αλ­λά και η δη­μο­κρα­τί­α έ­χει ε­πί­σης μια ι­στο­ρί­α α­πό την ο­ποί­α δεν λεί­πει η μό­λυν­ση. Για να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τη σο­βιε­τι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α, δα­νει­στή­κα­με τους ό­ρους «Θερ­μι­δόρ» και «Βο­να­παρ­τι­σμός» α­πό την ι­στο­ρί­α της α­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας για­τί –ας γί­νει κι αυ­τό γνω­στό στους ό­ψι­μους δογ­μα­τι­κούς του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού– η δη­μο­κρα­τί­α δεν ήρ­θε κα­θό­λου στον κό­σμο α­πό το δη­μο­κρα­τι­κό δρό­μο. Μό­νο έ­να χυ­δαί­ο πνεύ­μα μπο­ρεί να ι­κα­νο­ποι­η­θεί α­να­μα­σώ­ντας τη θε­ω­ρί­α ό­τι ο βο­να­παρ­τι­σμός ήταν «ο φυ­σι­κός καρ­πός» του γιακομπινισμού, η ι­στο­ρι­κή τι­μω­ρί­α για την πα­ρα­βί­α­ση της δη­μο­κρα­τί­ας κλπ. Δί­χως τα δί­καια μέ­τρα των Για­κο­μπί­νων ε­νά­ντια στο φε­ου­δα­λι­σμό, η α­στι­κή δη­μο­κρα­τί­α θα ήταν α­πο­λύ­τως αδιανόητη. Η α­ντι­πα­ρά­θε­ση των συ­γκε­κρι­μέ­νων ι­στο­ρι­κών φά­σε­ων του για­κο­μπι­νι­σμού, του θερ­μι­δόρ και του βο­να­παρ­τι­σμού στην ε­ξι­δα­νι­κευ­μέ­νη α­φαί­ρε­ση της «δη­μο­κρα­τί­ας» εί­ναι τό­σο α­νό­η­τη ό­σο η α­ντι­πα­ρά­θε­ση των πό­νων της γέν­νας σΆ έ­να ζω­ντα­νό παιδί.

Ο στα­λι­νι­σμός με τη σει­ρά του δεν εί­ναι μια α­φηρη­μένη έν­νοια της «δι­κτα­το­ρί­ας», αλ­λά μια τε­ρά­στια γρα­φειο­κρα­τι­κή α­ντί­δρα­ση ε­νά­ντια στην προ­λε­τα­ρια­κή δι­κτα­το­ρί­α σε μια κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη και α­πο­μο­νω­μέ­νη χώ­ρα. Η Ο­κτω­βρια­νή Ε­πα­νά­στα­ση κα­τάρ­γη­σε τα προ­νό­μια, κή­ρυ­ξε τον πό­λε­μο ε­νά­ντια στην κοι­νω­νι­κή α­νι­σό­τη­τα, α­ντι­κα­τέ­στη­σε τη γρα­φειο­κρα­τί­α με την αυ­το­κυ­βέρ­νη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, κα­τάρ­γη­σε τη μυ­στι­κή δι­πλω­μα­τί­α, πά­σχι­σε να κά­νει ό­λες τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ε­ντε­λώς διά­φα­νες. Ο στα­λι­νι­σμός ε­γκα­θί­δρυ­σε ξα­νά τις πιο α­πο­κρου­στι­κές μορ­φές προ­νο­μί­ων και έ­δω­σε στην α­νι­σό­τη­τα προ­κλη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, στραγγά­λι­σε την αυ­τε­νέρ­γεια των μα­ζών με τον α­στυ­νο­μι­κό α­πο­λυ­ταρ­χι­σμό, με­τα­μόρ­φω­σε τη διοί­κη­ση σε μο­νο­πώ­λιο της ο­λι­γαρ­χί­ας του Κρεμ­λί­νου και ξα­νά­φε­ρε στη ζω­ή το φε­τι­χι­σμό της ε­ξου­σί­ας με μορ­φές που δεν θα τολ­μού­σε να ο­νει­ρευ­τεί ού­τε η α­πό­λυ­τη μο­ναρ­χί­α.

Η κοι­νω­νι­κή α­ντί­δρα­ση, σΆ ό­λες της τις μορ­φές, εί­ναι υπο­χρεωμέ­νη να κρύ­βει τους πραγ­μα­τι­κούς της σκο­πούς. Ό­σο πιο α­πό­το­μο εί­ναι το πέ­ρα­σμα α­πό την ε­πα­νά­στα­ση στην α­ντί­δρα­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο η α­ντί­δρα­ση ε­ξαρ­τά­ται α­πό τις πα­ρα­δό­σεις της ε­πα­νά­στα­σης, δη­λα­δή τό­σο με­γα­λύ­τε­ρος εί­ναι ο φό­βος της μπρο­στά στις μά­ζες –τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι α­να­γκα­σμέ­νη να κα­τα­φεύ­γει στο ψέ­μα και στη σκευω­ρί­α στον α­γώ­να της ε­νά­ντια στους εκ­προ­σώ­πους της ε­πα­νά­στα­σης. Οι στα­λι­νι­κές σκευ­ω­ρί­ες δεν εί­ναι καρ­πός του μπολσεβίκικου «α­μο­ρα­λι­σμού». Ό­χι, ό­πως ό­λα τα ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα στην ι­στο­ρί­α, εί­ναι προ­ϊ­όν ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου κοι­νω­νι­κού α­γώ­να και μά­λι­στα του πιο ύ­που­λου και του πιο σκλη­ρού απΆ ό­λους: του α­γώ­να μιας και­νού­ριας α­ρι­στο­κρα­τί­ας ε­νά­ντια στις μά­ζες που την α­νέ­βα­σαν στην ε­ξου­σί­α.

Πραγ­μα­τι­κά, χρειά­ζε­ται α­πε­ριό­ρι­στη πνευ­μα­τι­κή και η­θι­κή αμ­βλύ­τη­τα για να ταυ­τί­σει κα­νείς την α­ντι­δρα­στι­κή α­στυ­νο­μι­κή η­θι­κή του στα­λι­νι­σμού με την ε­πα­να­στα­τι­κή η­θι­κή των μπολσεβί­κων. Το κόμ­μα του Λέ­νιν έ­χει πά­ψει α­πό πο­λύν και­ρό να υ­πάρ­χει –συ­ντρί­φτη­κε α­νά­με­σα στις ε­σω­τε­ρι­κές δυ­σχέ­ρειες και στον πα­γκό­σμιο ιμπεριαλισμό. Στη θέ­ση του υ­ψώ­θη­κε η στα­λι­νι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α, με­τα­βι­βα­στι­κός μη­χα­νι­σμός του ιμπεριαλισμού. Σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα, η γρα­φειο­κρα­τί­α α­ντι­κα­τέ­στη­σε την πά­λη των τά­ξε­ων με τη συ­νερ­γα­σί­α των τά­ξε­ων και το διε­θνι­σμό με το σοσιαλ­πα­τριωτισμό. Για να προ­σαρ­μό­σει το κυ­βερ­νη­τι­κό κόμ­μα στους σκο­πούς της α­ντί­δρα­σης, η γρα­φειο­κρα­τί­α «α­να­νέ­ω­σε» τη σύν­θε­σή του, ε­κτε­λώ­ντας τους ε­πα­να­στά­τες και στρα­το­λο­γώ­ντας κα­ριε­ρί­στες.

Κά­θε α­ντί­δρα­ση ξα­να­γεν­νά, τρέ­φει και δυ­να­μώ­νει ε­κεί­να τα στοι­χεί­α του ι­στο­ρι­κού πα­ρελ­θό­ντος που η ε­πα­νά­στα­ση χτύ­πη­σε, αλ­λά δεν μπό­ρε­σε να εξαφανίσει. Οι μέ­θο­δες του στα­λι­νι­σμού ο­δη­γούν στην πιο με­γά­λη έ­ντα­ση, σΆ έ­να κο­ρύ­φω­μα και ταυ­τό­χρο­να σΆ έ­ναν πα­ρα­λο­γι­σμό ό­λες ε­κεί­νες τις μέ­θο­δες της ψευ­τιάς, της κτη­νω­δί­ας και της χα­μέρ­πειας που α­πο­τε­λούν το μη­χα­νι­σμό ε­λέγ­χου σε κά­θε τα­ξι­κή κοι­νω­νί­α, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νης και της δημοκρατίας. Ο στα­λι­νι­σμός εί­ναι μο­νά­χα έ­νας κρί­κος σΆ ό­λες τις τε­ρα­τω­δί­ες του ι­στο­ρι­κού κρά­τους –η πιο μο­χθη­ρή κα­ρι­κα­τού­ρα του και η πιο α­πο­κρου­στι­κή του γκρι­μά­τσα. Ό­ταν οι εκ­πρό­σω­ποι της πα­λιάς κοι­νω­νί­ας α­ντιπα­ρα­τάσ­σουν που­ρι­τα­νι­κά μια απο­στειρωμένη δη­μο­κρα­τι­κή α­φαί­ρε­ση στη γάγ­γραι­να του στα­λι­νι­σμού, με όλο μας το δίκιο μπο­ρούμε να τους συ­στή­σου­με –ό­πως και στους εκ­προσώ­πους κά­θε πα­λιάς κοι­νω­νί­ας– να κοι­τά­ξουν τον ε­αυ­τό τους μέ­σα στον πα­ρα­μορ­φω­τι­κό κα­θρέ­φτη του στα­λι­νι­κού Θερμι­δόρ. Α­λη­θι­νά, η Γκε Πε Ου ξε­περ­νά κα­τά πο­λύ ό­λα τα άλ­λα κα­θε­στώ­τα με την ω­μό­τη­τα των ε­γκλη­μά­των της. Αλ­λά αυ­τό α­πορ­ρέ­ει α­πό την τε­ρά­στια έ­κτα­ση των γε­γο­νό­των που συ­γκλο­νί­ζουν τη Ρω­σί­α κά­τω α­πό την ε­πί­δρα­ση της ε­ξα­χρεί­ω­σης του πα­γκό­σμιου ιμπεριαλι­σμού.