Λεόν ΤρότσκιΗ ηθική τους και η ηθική μαςΟι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο ΜαρξισμόΠροηγούμενο: Μέρος B΄ Επόμενο: Βιογραφικά σημειώματα |
Το Φυλλάδιο, Η Ηθική τους και η Ηθική μας, ανάγκασε ορισμένους φιλισταίους και συκοφάντες να αποκαλύψουν πλήρως τον εαυτό τους, κι έτσι απόκτησε μια αξία. Τα πρώτα αποκόμματα που πήρα από τον γαλλικό και τον βελγικό Τύπο, μου το δείχνουν καθαρά. Η πιο κατανοητή στο είδος της είναι η επισκόπηση που δημοσιεύτηκε στην παρισινή καθολική εφημερίδα «Ο Σταυρός». Οι κύριοι αυτοί έχουν ένα δικό τους σύστημα, και δεν ντρέπονται καθόλου να το υποστηρίζουν. Είναι υπέρ μιας απόλυτης ηθικής, και πάνω απΆ όλα υπέρ του δήμιου Φράνκο. Αυτή είναι η θέληση του θεού. Πίσω τους στέκεται ένας Ουράνιος Εξυγιαντής που μαζεύει και καθαρίζει όλη τη βρομιά που αφήνουν στο πέρασμά τους. Δεν μας ξαφνιάζει, λοιπόν, καθόλου το γεγονός ότι καταδικάζουν σαν ανάξια την ηθική των επαναστατών που παίρνουν την ευθύνη πάνω τους. Αλλά τώρα ενδιαφερόμαστε όχι για τους επαγγελματίες πραματευτές της επιείκειας, αλλά για τους ηθικολόγους που τα βγάζουν πέρα χωρίς το θεό, ζητώντας να τον υποκαταστήσουν οι ίδιοι.
Η «σοσιαλιστική» εφημερίδα των Βρυξελών, «Ο Λαός» –το κρησφύγετο αυτό της αρετής!– δεν μπόρεσε να βρει τίποτε άλλο στο μικρό μας βιβλίο πέρα από μια εγκληματική συνταγή για τη δημιουργία μυστικών πυρήνων που επιδιώκουν τον πιο ανήθικο απΆ όλους τους σκοπούς: την υπονόμευση του κύρους και των εισοδημάτων της βελγικής εργατικής γραφειοκρατίας. Σε απάντηση, βέβαια, μπορεί να πει κανείς ότι η γραφειοκρατία αυτή έχει στην καμπούρα της αναρίθμητες προδοσίες και πραγματικές απάτες (θά Άταν αρκετό να υπενθυμίσουμε την ιστορία με την «Εργατική Τράπεζα»!), ότι σβήνει κάθε σπίθα κριτικής σκέψης μέσα στην εργατική τάξη κι ότι στην πρακτική ηθική της δεν είναι καθόλου ανώτερη από τον πολιτικό της σύμμαχο, την καθολική ιεραρχία. Αλλά, πρώτα πρώτα, μόνο άνθρωποι που δεν έχουν καλή ανατροφή θα μπορούσαν να αναφέρουν τέτοια δυσάρεστα πράγματα και, δεύτερο, όλοι αυτοί οι κύριοι, όποια κι αν είναι τα μικρά τους αμαρτήματα, κρατάνε για εφεδρεία τις πιο υψηλές αρχές της ηθικής. Αυτό σκέπτεται προσωπικά ο Ανρί ντε Μαν, και από το ύψος της αυθεντίας του εμείς οι μπολσεβίκοι δεν μπορούμε, φυσικά, να περιμένουμε καμιά επιείκεια.
Πριν περάσουμε στους άλλους ηθικολόγους, ας σταματήσουμε για μια στιγμή σε μια ανακοίνωση που τύπωσαν οι γάλλοι εκδότες του μικρού μας βιβλίου. Από την ίδια της τη φύση μια ανακοίνωση είτε παρουσιάζει ένα βιβλίο, ή, τουλάχιστον, περιγράφει με αντικειμενικότητα τα περιεχόμενά του. Μπροστά μας έχουμε μια εντελώς διαφορετικού τύπου ανακοίνωση. Είναι αρκετό να δώσουμε ένα μονάχα παράδειγμα: «Ο Τρότσκι, γράφουν, έχει τη γνώμη ότι το κόμμα του, που άλλοτε ήταν στην εξουσία και τώρα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, αντιπροσωπεύει πάντα το γνήσιο προλεταριάτο και ο ίδιος τη γνήσια ηθική. ΑπΆ αυτό συμπεραίνει, για παράδειγμα, τα ακόλουθα: Η εκτέλεση των ομήρων αποκτά μια εντελώς διαφορετική σημασία ανάλογα με το ποιος δίνει τη διαταγή: ο Στάλιν ή ο Τρότσκι...». Το απόσπασμα αυτό είναι υπεραρκετό για να υπολογίσει κανείς το σχολιαστή που βρίσκεται στα παρασκήνια. Υπάρχει το αναμφισβήτητο δικαίωμα κάθε συγγραφέα να ελέγχει μια παρουσίαση του βιβλίου του. Όταν, όμως, όπως στην περίπτωσή μας, ο συγγραφέας τυχαίνει να βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ωκεανού, κάποιος «φίλος», επωφελούμενος προφανώς από την έλλειψη ενημέρωσης του εκδότη, κατάφερε να τρυπώσει σε μια ξένη φωλιά και να ακουμπήσει εκεί το μικρό του αβγό –ω!, ένα πολύ μικρό αβγό βέβαια, και σχεδόν παρθενικό! Ποιος είναι ο συγγραφέας αυτής της ανακοίνωσης; Ο Βικτόρ Σερζ, που μετέφρασε το βιβλίο και που ταυτόχρονα είναι ο πιο αυστηρός επικριτής του, μπορεί απλά και εύκολα να μας πληροφορήσει. Δεν θα ήταν έκπληξη για μένα αν αποδειχνόταν ότι η ανακοίνωση γράφτηκε... φυσικά, όχι από τον Βικτόρ Σερζ, αλλά από κάποιον από τους μαθητές του, που μιμείται τόσο τις ιδέες όσο και το στιλ του δασκάλου. Αλλά μήπως, ύστερα απΆ όλα αυτά, είναι ο ίδιος ο δάσκαλος, δηλαδή ο Βικτόρ Σερζ με την ιδιότητα του σαν «φίλος» του συγγραφέα;
Ο Σουβαρίν και οι άλλοι συκοφάντες έσπευσαν βέβαια να πιαστούν από το παραπάνω απόσπασμα της ανακοίνωσης που τους απαλλάσσει από τον κόπο να ψάχνουν για δηλητηριώδεις σοφιστείες. Όταν ο Τρότσκι πιάνει ομήρους αυτό είναι καλό, αν τους πιάνει ο Στάλιν αυτό είναι κακό. Μπροστά σε μια τέτοια «ηθική Οτεντότων» δεν είναι δύσκολο να δώσει κανείς διέξοδο στην ιερή του αγανάκτηση. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο από το να αποκαλύψει κανείς, πάνω στη βάση του πρόσφατου αυτού παραδείγματος, τη ρηχότητα και την απάτη αυτής της αγανάκτησης. Ο Βικτόρ Σερζ έγινε δημόσια μέλος του P.O.U.M., ενός καταλάνικου κόμματος που είχε δική του μιλίτσια στο μέτωπο στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στο μέτωπο, όπως ξέρουμε όλοι μας, οι άνθρωποι πυροβολούν και σκοτώνουν. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς: «Για τον Βικτόρ Σερζ οι σκοτωμοί αποκτούν μια εντελώς διαφορετική σημασία ανάλογα με το ποιος δίνει τη διαταγή: ο στρατηγός Φράνκο ή οι ηγέτες του κόμματος του ίδιου του Βικτόρ Σερζ». Αν ο ηθικολόγος μας είχε δοκιμάσει να σκεφτεί την έννοια των δικών του ενεργειών πριν βαλθεί να διδάξει τους άλλους, θα έλεγε πιθανότατα τα παρακάτω: Μα οι ισπανοί εργάτες αγωνίστηκαν για νΆ απελευθερώσουν το λαό, ενώ οι συμμορίες του Φράνκο πολέμησαν για το σκλάβωμά του! Ο Σερζ δεν θά Άναι σε θέση να επινοήσει διαφορετική απάντηση. Με άλλα λόγια, θα αναγκαστεί να επαναλάβει το «οτεντότικο»* επιχείρημα του Τρότσκι σχετικά με τους ομήρους.
Ωστόσο, είναι δυνατό κι ακόμα πιθανό οι ηθικολόγοι μας να αρνηθούν να πουν με ειλικρίνεια την αλήθεια και να επιχειρήσουν να καταφύγουν στην έκφραση: «Είναι άλλο να σκοτώνεις στο μέτωπο κι άλλο να εκτελείς ομήρους!». Αυτό το επιχείρημα, όπως θΆ αποδείξουμε στη συνέχεια, είναι απλώς ηλίθιο. Αλλά ας σταματήσουμε για μια στιγμή πάνω στο έδαφος που διάλεξε ο αντίπαλός μας. Το σύστημα των ομήρων, λέτε, είναι ανήθικο «αυτό καθεαυτό»; Ωραία, αυτό ακριβώς θέλουμε να μάθουμε. Αλλά το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε σΆ όλους τους εμφυλίους πολέμους της αρχαίας και νεότερης ιστορίας. Είναι ολοφάνερο ότι απορρέει από την ίδια τη φύση του εμφυλίου πολέμου. ΑπΆ αυτό, ένα μόνο συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς: ότι, δηλαδή, ο εμφύλιος πόλεμος είναι από την ίδια του τη φύση ανήθικος. Αυτή είναι η άποψη της εφημερίδας «Ο Σταυρός», που δεν ξεχνάει ότι είναι αναγκαίο να υπακούει στην υπάρχουσα εξουσία γιατί η εξουσία πηγάζει από το θεό. Και ο Βικτόρ Σερζ; Αυτός δεν έχει ξεκαθαρισμένη άποψη. Το να αφήνεις ένα αβγουλάκι σε μια ξένη φωλιά είναι άλλο πράγμα, κι άλλο να παίρνεις ξεκάθαρη θέση πάνω σε περίπλοκα ιστορικά προβλήματα. Είμαι πρόθυμος να παραδεχτώ ότι άνθρωποι με τέτοια υπερβατική ηθική όπως ο Αθάνια, ο Καμπαλέρο, ο Νεγκρίν και Σία ήταν ενάντια στη σύλληψη ομήρων από το φασιστικό στρατόπεδο: Και στις δυο πλευρές έχουμε αστούς, δεμένους με δεσμούς οικογενειακούς και υλικούς που πιστεύουν ότι ακόμα και στην περίπτωση ήττας αυτοί όχι μόνο θα έσωζαν τα κεφάλια τους, αλλά και θα διατηρούσαν και τα μπιφτέκια τους. Με τον τρόπο τους, αυτοί είχαν δίκιο. Αλλά οι φασίστες έπιαναν ομήρους από τους προλετάριους επαναστάτες, και οι προλετάριοι, από τη μεριά τους, έπιαναν ομήρους από τη φασιστική μπουρζουαζία, γιατί αυτοί ξέρανε την απειλή που μια ήττα, έστω και μερική και προσωρινή, δημιουργούσε για τους ίδιους και για τα ταξικά τους αδέρφια.
Ο ίδιος ο Βικτόρ Σερζ δεν είναι σε θέση να πει αυτό ακριβώς που θέλει: θέλει να καθαρίσει τον εμφύλιο πόλεμο από την πρακτική των ομήρων ή θέλει να καθαρίσει την ανθρώπινη ιστορία από τον εμφύλιο πόλεμο; Ο μικροαστός ηθικολόγος σκέπτεται επεισοδιακά, κομματιαστά, σπασμωδικά, γιατί είναι ανίκανος να προσεγγίσει τα φαινόμενα στην εσωτερική τους αλληλοσύνδεση. Τεχνητά απομονωμένο, το ζήτημα των ομήρων είναι γιΆ αυτόν ένα ιδιαίτερο ηθικό πρόβλημα, ανεξάρτητο από τις γενικές εκείνες συνθήκες που δημιουργούν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις τάξεις. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η υπέρτατη έκφραση της ταξικής πάλης. Το να επιχειρείς να την υποτάξεις σε αφηρημένους «κανόνες» είναι στην πραγματικότητα σαν να αφοπλίζεις τους εργάτες μπροστά σΆ έναν εχθρό οπλισμένο ως τα δόντια. Ο μικροαστός ηθικολόγος είναι ο μικρότερος αδερφός του αστού πατσιφιστή που ονειρεύεται να «εξανθρωπίσει» τον πόλεμο, απαγορεύοντας τη χρήση ασφυξιογόνων, το βομβαρδισμό ανοχύρωτων πόλεων κλπ. Πολιτικά, τέτοιου είδους προγράμματα δεν κάνουν άλλο από το να αποσπούν τη σκέψη του λαού από την επανάσταση σαν τη μόνη μέθοδο για τον τερματισμό του πολέμου.
Πνιγμένος στις αντιφάσεις του, ο ηθικολόγος θα μπορούσε ίσως να δοκιμάσει το επιχείρημα ότι άλλο πράγμα είναι ένας «ανοικτός» και «συνειδητός» αγώνας ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα και άλλο η σύλληψη ατόμων που δεν συμμετέχουν στον αγώνα. Όμως, αυτό το επιχείρημα είναι απλά μια άθλια και ηλίθια υπεκφυγή. Στο στρατόπεδο του Φράνκο πολέμησαν δεκάδες χιλιάδες που είχαν εξαπατηθεί ή είχαν επιστρατευτεί με τη βία. Τα δημοκρατικά στρατεύματα πυροβολούσαν και σκότωναν τους δυστυχισμένους αυτούς δεσμώτες ενός αντιδραστικού στρατηγού. Ήταν αυτό ηθικό ή ανήθικο;
Πέρα απΆ αυτό, ο σύγχρονος πόλεμος με τα κανόνια μεγάλου βεληνεκούς, την αεροπορία, τα τοξικά αέρια και, τέλος, με τα επακόλουθά του: την πείνα, τις πυρκαγιές και τις επιδημίες, έχει σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων και εκατομμυρίων, κι εδώ περιλαβαίνονται γέροντες και παιδιά, που δεν παίρνουν μέρος άμεσα στη σύγκρουση. Εκείνοι που πιάνονται όμηροι συνδέονται τουλάχιστον με δεσμούς ταξικής και οικογενειακής αλληλεγγύης μΆ ένα από τα στρατόπεδα ή τους αρχηγούς αυτών των στρατοπέδων. Όταν πιάνει κανείς ομήρους μπορεί συνειδητά να κάνει επιλογή. Ενώ ένα βλήμα που εκτοξεύεται από ένα κανόνι ή μια βόμβα που ρίχνεται από ένα αεροπλάνο αφήνονται να πέσουν στην τύχη και μπορούν εύκολα να θανατώσουν όχι μονάχα εχθρούς, αλλά και φίλους ή τους γονείς και τα παιδιά τους. Γιατί, λοιπόν, οι ηθικολόγοι μας απομονώνουν το ζήτημα των ομήρων και κλείνουν τα μάτια τους σΆ ολόκληρο το περιεχόμενο του εμφυλίου πολέμου; Γιατί δεν έχουν το απαιτούμενο θάρρος. Σαν «αριστεροί» φοβούνται να σπάσουν ανοιχτά με την επανάσταση. Σαν μικροαστοί τρέμουν μην κόψουν τα γεφύρια με την επίσημη κοινή γνώμη. Καταδικάζοντας το σύστημα των ομήρων νιώθουν να βρίσκονται σε καλή συντροφιά –ενάντια στους μπολσεβίκους. Τηρούν μια άνανδρη σιωπή στο ζήτημα της Ισπανίας. Ενάντια στο γεγονός ότι οι ισπανοί εργάτες, αναρχικοί και Πουμιστές, έπιαναν ομήρους, ο Βικτόρ Σερζ θα διαμαρτυρηθεί ...ύστερα από είκοσι χρόνια.
Στην ίδια ακριβώς κατηγορία ανήκει και μια άλλη ακόμα από τις ανακαλύψεις του Βικτόρ Σερζ –η ανακάλυψη ότι ο εκφυλισμός των μπολσεβίκων χρονολογείται από τη στιγμή που δόθηκε στην Τσεκά το δικαίωμα να αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών για τη μοίρα των ανθρώπων. Ο Σερζ παίζει με την ιδέα της επανάστασης. Γράφει ποιήματα γιΆ αυτήν, αλλά είναι ανίκανος να καταλάβει τι είναι.
Οι δημόσιες δίκες είναι δυνατές μόνο στις συνθήκες ενός σταθερού καθεστώτος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια κατάσταση υπέρτατης αστάθειας της κοινωνίας και του κράτους. Όπως ακριβώς είναι αδύνατο να δημοσιεύσεις στις εφημερίδες τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου, το ίδιο είναι αδύνατο να αποκαλύψεις σε δημόσιες δίκες τις συνθήκες και τις περιστάσεις των συνωμοσιών, γιατί οι τελευταίες αυτές είναι άρρηκτα δεμένες με την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι μυστικές δίκες αυξάνουν πολύ το ενδεχόμενο να γίνουν λάθη. Αυτό σημαίνει απλά, και το παραδεχόμαστε πρόθυμα, ότι οι συνθήκες του εμφυλίου πολέμου είναι ελάχιστα ευνοϊκές για την αμερόληπτη λειτουργία της δικαιοσύνης. Τι άλλο όμως πέρα από αυτό;
Προτείνουμε ο Βικτόρ Σερζ να οριστεί πρόεδρος μιας επιτροπής που να αποτελείται, ας πούμε, από τους Μαρσό Πιβέρ, Μπορίς Σουβαρίν, Βάλντο Φρανκ, Μαξ Ίστμαν, Μαντλέιν Παζ και άλλους, για να συντάξουν το σχέδιο ενός κώδικα ηθικής για τον εμφύλιο πόλεμο. Ο γενικός χαρακτήρας του είναι ολοκάθαρος από τα πριν: και οι δυο πλευρές υπόσχονται ότι δεν θα πιάσουν ομήρους. Οι δίκες θα γίνονται δημόσια. Και για την καλύτερη λειτουργία της δικαιοσύνης, η πλήρης ελευθερία του Τύπου θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο βομβαρδισμός πόλεων, που είναι επιζήμιος για τη δημόσια δικαιοσύνη, την ελευθερία του Τύπου και το απαραβίαστο των ατομικών δικαιωμάτων, απαγορεύεται αυστηρά. Για παρόμοιους και για διάφορους άλλους λόγους η χρήση του πυροβολικού τίθεται εκτός νόμου. Και δεδομένου ότι τα ντουφέκια, οι χειροβομβίδες, ακόμα και οι μπαγιονέτες, ασκούν, αναμφισβήτητα, ολέθρια επίδραση πάνω στα ανθρώπινα όντα, όπως και πάνω στη δημοκρατία γενικά, η χρήση οποιωνδήποτε όπλων, πυροβόλων ή μη, απαγορεύεται αυστηρότατα στον εμφύλιο πόλεμο.
Θαυμάσιος κώδικας! Μεγαλοπρεπές μνημείο στη ρητορική του Βικτόρ Σερζ και της Μαντλέιν Παζ! Ωστόσο, όσο ο κώδικας αυτός, σαν κανόνας συμπεριφοράς, θα είναι απαράδεκτος και για τους καταπιεστές και για τους καταπιεζόμενους, οι εμπόλεμες τάξεις θα επιδιώκουν να κερδίσουν τη νίκη με κάθε μέσο, ενώ οι μικροαστοί ηθικολόγοι θα συνεχίσουν, όπως και πριν, να παραδέρνουν συγχυσμένοι ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Υποκειμενικά, συμπαθούν τους καταπιεζόμενους –κανείς δεν αμφιβάλλει γιΆ αυτό. Αντικειμενικά, όμως, παραμένουν δεσμώτες της ηθικής της άρχουσας τάξης και επιδιώκουν να την επιβάλουν πάνω στους καταπιεζόμενους, αντί να τους βοηθήσουν να επεξεργαστούν την ηθική της εξέγερσης.
Παρεκβατικά, ο Βικτόρ Σερζ αποκάλυψε ποια ήταν η αιτία της κατάρρευσης του Μπολσεβίκικου Κόμματος: υπερβολικός συγκεντρωτισμός, δυσπιστία προς τον ιδεολογικό αγώνα, έλλειψη φιλελεύθερου («libertaire», στην πραγματικότητα αναρχικού) πνεύματος. Περισσότερη εμπιστοσύνη στις μάζες, περισσότερη ελευθερία!
Όλα αυτά είναι εκτός τόπου και χρόνου. Γιατί οι μάζες δεν είναι πάντα ταυτόσημες. Υπάρχουν επαναστατικές μάζες, υπάρχουν παθητικές μάζες, υπάρχουν αντιδραστικές μάζες. Οι ίδιες αυτές μάζες, σε διάφορες εποχές, εμπνέονται από διαφορετικούς πόθους και σκοπούς. ΓιΆ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι απαραίτητη μια συγκεντροποιημένη οργάνωση της πρωτοπορίας. Μόνο ένα κόμμα, χρησιμοποιώντας το κύρος που έχει αποκτήσει, είναι ικανό να υπερνικήσει την ταλάντευση των ίδιων των μαζών. Το να αγιοποιείς τις μάζες και να περιορίζεις το πρόγραμμά σου σε μια άμορφη «δημοκρατία» είναι σαν να διαλύεσαι μέσα στην τάξη όπως αυτή είναι, είναι σαν να μετατρέπεσαι από πρωτοπορία σε οπισθοφυλακή και μΆ αυτόν ακριβώς τον τρόπο να εγκαταλείπεις τα επαναστατικά σου καθήκοντα. Από την άλλη μεριά, αν η δικτατορία του προλεταριάτου έχει κάποιο νόημα, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι η πρωτοπορία της τάξης οπλίζεται με τους πόρους του κράτους για να αποκρούσει τους κινδύνους που ανάμεσά τους είναι και οι κίνδυνοι που προέρχονται από τα καθυστερημένα στρώματα του ίδιου του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι στοιχειώδη. Όλα αυτά αποδείχτηκαν από την εμπειρία της Ρωσίας και επιβεβαιώθηκαν από την πείρα της Ισπανίας.
Αλλά όλο το μυστικό είναι ότι ο Βικτόρ Σερζ, ζητώντας ελευθερία «για τις μάζες», στην πραγματικότητα ζητάει ελευθερία για τον εαυτό του και τους ομοίους του, ελευθερία από κάθε έλεγχο, από κάθε πειθαρχία, κι αν είναι δυνατό, από κάθε κριτική. Οι «μάζες» δεν έχουν καμιά σχέση μΆ αυτά. Όταν ο «δημοκράτης» μας πηδάει από τα δεξιά στα αριστερά, και από τα αριστερά στα δεξιά, σπέρνοντας σύγχυση και σκεπτικισμό, φαντάζεται πώς αυτό είναι η πραγματοποίηση μιας σωτήριας ελευθερίας της σκέψης. Αλλά όταν εμείς εκτιμούμε από μαρξιστική σκοπιά τις ταλαντεύσεις ενός απογοητευμένου μικροαστού διανοούμενου, αυτό του φαίνεται σαν μια επίθεση κατά της προσωπικότητάς του. Τότε συμμαχεί μΆ όλους τους κομφουζιονιστές σε μια σταυροφορία ενάντια στο δεσποτισμό και το σεχταρισμό μας.
Η δημοκρατία στο εσωτερικό του επαναστατικού κόμματος δεν είναι αυτοσκοπός. Πρέπει να συμπληρώνεται και να περιορίζεται από το συγκεντρωτισμό. Για έναν μαρξιστή το ερώτημα ήταν πάντα: δημοκρατία για ποιο σκοπό; Για ποιο πρόγραμμα; Τα πλαίσια ενός προγράμματος είναι ταυτόχρονα τα πλαίσια της δημοκρατίας. Ο Βικτόρ Σερζ ζητούσε από την Τέταρτη Διεθνή να δώσει ελευθερία δράσης σΆ όλους τους κομφουζιονιστές, τους σεκταριστές και τους κεντριστές του P.O.U.M., τύπου Βερίκεν και Μαρσό Πιβέρ, στους συντηρητικούς γραφειοκράτες τύπου Σνίβλιετ ή στους απλούς τυχοδιώκτες τύπου Μολινιέ. Από την άλλη μεριά, ο Βικτόρ Σερζ βοηθούσε συστηματικά τις κεντριστικές οργανώσεις να διώξουν από τις γραμμές τους τούς οπαδούς της Τέταρτης Διεθνούς. Τον ξέρουμε πολύ καλά αυτό τον δημοκρατισμό: είναι υποχωρητικός, συμβιβαστικός και συμφιλιωτικός –απέναντι στη δεξιά. Ταυτόχρονα είναι απαιτητικός, κακόβουλος και δόλιος –απέναντι στην αριστερά. Απλά εκπροσωπεί το καθεστώς της αυτοάμυνας του μικροαστικού κεντρισμού.
Αν η στάση του Βικτόρ Σερζ απέναντι στα προβλήματα της θεωρίας ήταν σοβαρή, θα στενοχωριόταν πολύ που προβάλλει σαν «ανανεωτής» και μας τραβάει προς τα πίσω στο Μπέρνσταϊν, στο Στρούβε και σΆ όλους τους ρεβιζιονιστές του περασμένου αιώνα που προσπάθησαν να μπολιάσουν το μαρξισμό με καντιανισμό ή, με άλλα λόγια, να υποτάξουν την ταξική πάλη του προλεταριάτου σε αρχές που τάχα υψώνονταν πάνω από αυτήν. Όπως ο ίδιος ο Καντ, παρουσίασαν κι αυτοί την «κατηγορική προσταγή» (την ιδέα του καθήκοντος) σαν έναν απόλυτο κανόνα ηθικής, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι απλά ένα ζήτημα «καθήκοντος» προς την αστική κοινωνία. Με το δικό τους τρόπο, ο Μπέρνσταϊν, ο Στρούβε και ο Φορλάιντερ κράτησαν μια σοβαρή στάση απέναντι στη θεωρία. Ζήτησαν ανοιχτά την επιστροφή στον Καντ. Ο Βικτόρ Σερζ και οι όμοιοί του δεν αισθάνονται την παραμικρή ευθύνη απέναντι στην επιστημονική σκέψη. Περιορίζονται σε υπαινιγμούς, υπονοούμενα, και, στην καλύτερη περίπτωση, σε φιλολογικές γενικεύσεις... Παρόλα αυτά, αν οι ιδέες τους έχουν πέσει σαν βαρίδι στο βυθό, είναι γιατί έχουν φαίνεται προσχωρήσει σε μια παλιά υπόθεση, από καιρό χρεoκοπημένη: πάνε να υποτάξουν το μαρξισμό διαμέσου του καντιανισμού. Να παραλύσουν τη σοσιαλιστική επανάσταση, χρησιμοποιώντας «απόλυτους» κανόνες που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τις φιλοσοφικές γενικεύσεις των συμφερόντων της μπουρζουαζίας –βέβαια, όχι της σημερινής, αλλά της μακαρίτισσας μπουρζουαζίας του ελεύθερου εμπορίου και της δημοκρατίας.
Η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία τηρεί αυτούς τους κανόνες ακόμα λιγότερο απΆ ότι η φιλελεύθερη γιαγιά της. Αλλά ευνοεί τις απόπειρες των μικροαστών ιεροκηρύκων να μπάσουν τη σύγχυση, την αναστάτωση και την ταλάντευση μέσα στις γραμμές του επαναστατικού προλεταριάτου. Ο βασικός σκοπός όχι μονάχα του Χίτλερ, αλλά και των φιλελευθέρων και των δημοκρατών, είναι να συκοφαντήσουν το μπολσεβικισμό σε μια εποχή όπου η ιστορική του δικαίωση απειλεί να καταστεί απόλυτα καθαρή στις μάζες. Ο μπολσεβικισμός, ο μαρξισμός –να ο εχθρός!
Ο «Αδελφός» Βικτόρ Μπας, ο αρχιερέας αυτός της δημοκρατικής ηθικής, με τη βοήθεια του «Αδελφού» του, Ρόζενμαρκ, κατέφυγε στην πλαστογραφία για να υπερασπίσει τις Δίκες της Μόσχας, και εκτέθηκε δημόσια. Όταν στιγματίστηκε για την απάτη του, άρχισε να χτυπάει το στήθος του και να φωνάζει: «Ώστε είμαι μεροληπτικός; Μα εγώ πάντα κατάγγειλα την τρομοκρατία του Λένιν και του Τρότσκι». Ο Μπας αποκάλυψε με γραφικότητα τα εσώτερα κίνητρα των ηθικολόγων της δημοκρατίας: ορισμένοι απΆ αυτούς μπορεί να μένουν αδιάφοροι για τις Δίκες της Μόσχας, ορισμένοι μπορεί να τις καταδικάζουν και άλλοι μπορεί ακόμα και να τις υποστηρίζουν. Αλλά η κοινή φροντίδα όλων τους είναι να χρησιμοποιήσουν τις δίκες για να καταδικάσουν την «ηθική» του Λένιν και του Τρότσκι, δηλαδή τις μέθοδες της προλεταριακής επανάστασης. ΣΆ αυτή τη σφαίρα είναι όλοι τους αδέρφια.
Στη σκανδαλώδη ανακοίνωση των γάλλων εκδοτών για το βιβλίο μου, που πιο πάνω παρέθεσα, αναφέρεται ότι αναπτύσσω αντιλήψεις για την ηθική «βασισμένος» πάνω «στον Λένιν». Η ασαφής αυτή φράση, που επαναλήφθηκε και σΆ άλλα δημοσιεύματα, μπορεί να παρθεί με την έννοια ότι αναπτύσσω τις θεωρητικές αρχές του Λένιν. Αλλά απΆ ότι ξέρω ο Λένιν δεν έχει γράψει τίποτε για την ηθική. Στην πραγματικότητα, ο Βικτόρ Σερζ ήθελε να πει κάτι το εντελώς διαφορετικό –ότι δηλαδή οι ανήθικες ιδέες μου είναι μια γενίκευση της πρακτικής του Λένιν, του «αμοραλιστή». Προσπαθεί να δυσφημήσει την προσωπικότητα του Λένιν με τις δικές μου κρίσεις, και τις δικές μου κρίσεις με την προσωπικότητα του Λένιν. Απλά κολακεύει τη γενική αντιδραστική τάση που έχει σαν στόχο της τον μπολσεβικισμό και το μαρξισμό σαν όλο.
Ο πρώην πασιφιστής, ο πρώην κομμουνιστής, ο πρώην τροτσκιστής, ο πρώην δημοκρατοκομμουνιστής, ο πρώην μαρξιστής... ο σχεδόν πρώην Σουβαρίν, επιτίθεται τόσο περισσότερο κυνικά στην προλεταριακή επανάσταση και τους επαναστάτες, όσο λιγότερο ξέρει ο ίδιος τι θέλει. ΣΆ αυτόν τον άνθρωπο αρέσει και ξέρει πώς να μαζεύει τσιτάτα, ντοκουμέντα, κόμματα και εισαγωγικά και πώς να ετοιμάζει φακέλους και, επιπλέον, ξέρει να χειρίζεται την πένα. Στην αρχή είχε την ελπίδα ότι αυτές οι αποσκευές θα του έφταναν για όλη του τη ζωή. Αλλά σύντομα αναγκάστηκε να πείσει τον εαυτό του ότι πέρα απΆ όλα αυτά ήταν αναγκαία και η ικανότητα να σκέπτεται... Το βιβλίο του για τον Στάλιν, παρά τα άφθονα και ενδιαφέροντα αποσπάσματα και στοιχεία του, αποτελεί μια ομολογία της ίδιας του της φτώχειας. Ο Σουβαρίν δεν καταλαβαίνει ούτε την επανάσταση ούτε την αντεπανάσταση. Εφαρμόζει στο ιστορικό προτσές τα κριτήρια του για πάντα πικραμένου, από την αμαρτωλή ανθρωπότητα, μικροορθολογιστή. Η δυσαναλογία ανάμεσα στο φιλοκατήγορο πνεύμα του και τη δημιουργική του ανικανότητα τον κατατρώει σαν να ήταν βιτριόλι. ΑπΆ αυτό προέρχεται και ο συνεχής εκνευρισμός του και η έλλειψη στοιχειώδους εντιμότητας στην αξιολόγηση ιδεών, ανθρώπων και γεγονότων, που την συγκαλύπτει με μια ανιαρή ηθικολογία. Όπως όλοι οι μισάνθρωποι και οι κυνικοί, ο Σουβαρίν σέρνεται οργανικά προς την αντίδραση.
Έχει μήπως κόψει ανοιχτά τους δεσμούς του με το μαρξισμό ο Σουβαρίν; Ποτέ δεν μας είπε τέτοιο πράγμα. Προτιμά μια μεσοβέζικη στάση –αυτό είναι το έμφυτο στοιχείο του. Στην κριτική του για την μπροσούρα μου γράφει: «Ο Τρότσκι καβάλησε ξανά το ξύλινο αλογάκι του της ταξικής πάλης». Για τον χθεσινό μαρξιστή η ταξική πάλη είναι «το ξύλινο αλογάκι του Τρότσκι». Δεν είναι εκπληκτικό που ο ίδιος ο Σουβαρίν προτίμησε να καβαλικέψει τον ψόφιο σκύλο της αιώνιας ηθικής. Στη μαρξιστική αντίληψη αντιπαραθέτει «ένα αίσθημα δικαιοσύνης... ανεξάρτητο από ταξικές διακρίσεις». Όπως και νά Άχει, είναι παρήγορο να μαθαίνουμε ότι η κοινωνία μας είναι θεμελιωμένη πάνω σε «ένα αίσθημα δικαιοσύνης». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στον επερχόμενο πόλεμο ο Σουβαρίν θα εκθέσει την ανακάλυψη του αυτή στους φαντάρους μέσα στα χαρακώματα. Στο μεταξύ μπορεί να κάνει το ίδιο με τους ανάπηρους του τελευταίου πολέμου, με τους άνεργους, με τα εγκαταλειμμένα παιδιά και με τις πόρνες. Ομολογούμε προκαταβολικά ότι αν αρπάξει το ξύλο της χρονιάς του σΆ αυτή την προσπάθεια, το δικό μας «αίσθημα δικαιοσύνης» δεν θα είναι με το μέρος του...
Οι κριτικές παρατηρήσεις του αδιάντροπου αυτού απολογητή της αστικής δικαιοσύνης, της «ανεξάρτητης από ταξικές διακρίσεις», βασίζονται αποκλειστικά πάνω... στην ανακοίνωση την εμπνευσμένη από τον Βικτόρ Σερζ. Με τη σειρά του, ο τελευταίος, σε όλες του τις «θεωρητικές» προσπάθειες, δεν έχει πάει πιο πέρα από τα νόθα στοιχεία που δανείζεται από τον Σουβαρίν, που, παρόλα αυτά, έχει κι ένα πλεονέκτημα: ξεστομίζει αυτό που ο Σερζ δεν έχει τολμήσει ακόμα να πει.
Με προσποιητή αγανάκτηση –δεν υπάρχει τίποτε το γνήσιο σΆ αυτόν– ο Σουβαρίν γράφει ότι, εφόσον ο Τρότσκι καταδικάζει την ηθική των δημοκρατών, των ρεφορμιστών, των σταλινικών και των αναρχικών, αυτό σημαίνει ότι ο μοναδικός εκπρόσωπος της ηθικής είναι το «Κόμμα του Τρότσκι», και μια που αυτό το Κόμμα «δεν υπάρχει», ενσάρκωση της ηθικής είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο ίδιος ο Τρότσκι. Πώς μπορεί κανείς να συγκρατήσει τα γέλια μπροστά σε τέτοια πράγματα; Ο Σουβαρίν φαντάζεται προφανώς ότι είναι ικανός να διακρίνει εκείνο που υπάρχει από εκείνο που δεν υπάρχει. Αυτό, βέβαια, είναι ένα πολύ απλό πράγμα όταν πρόκειται για χτυπητά αβγά ή για ένα ζευγάρι τιράντες. Αλλά στην κλίμακα του ιστορικού προτσές μια τέτοια διάκριση είναι προφανώς πάνω από το μυαλό του Σουβαρίν. «Εκείνο που υπάρχει» γεννιέται ή πεθαίνει, αναπτύσσεται ή αποσυντίθεται. Εκείνο που υπάρχει μπορεί να το αντιληφθεί μονάχα εκείνος που κατανοεί τις εσωτερικές του τάσεις.
Ο αριθμός των ανθρώπων εκείνων που κράτησαν μια επαναστατική στάση στο ξέσπασμα του τελευταίου πολέμου μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το πεδίο της επίσημης πολιτικής διαβρώθηκε σχεδόν ολόκληρο από διάφορες αποχρώσεις σοβινισμού. Ο Λίμπκνεχτ, η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν φαίνονταν ανίσχυρα, απομονωμένα άτομα. Αλλά μπορεί να υπάρξει η οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η ηθική τους υψώνονταν πάνω από την κτηνώδη ηθική της «ιερής ένωσης»;
Η επαναστατική πολιτική του Λίμπκνεχτ δεν ήταν καθόλου ατομικιστική, όπως φαινόταν τότε στο μέσο Φιλισταίο πατριώτη. Αντίθετα, ο Λίμπκνεχτ και μόνο ο Λίμπκνεχτ έκφραζε και προμηνούσε τις βαθιές υπόγειες τάσεις μέσα στις μάζες. Αυτό το επιβεβαίωσε πέρα για πέρα η κατοπινή πορεία των γεγονότων. Το να μη φοβάσαι σήμερα μια πλήρη ρήξη με την επίσημη κοινή γνώμη, έτσι που να κατακτήσεις αύριο το δικαίωμα να εκφράζεις τις ιδέες και τα αισθήματα των εξεγερμένων μαζών, αυτός είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης που διαφέρει από την εμπειρική ύπαρξη των μικροαστών φορμαλιστών. Όλα τα κόμματα της καπιταλιστικής κοινωνίας, όλοι οι ηθικολόγοι της και όλοι οι συκοφάντες θα χαθούν κάτω από τα ερείπια της επερχόμενης καταστροφής. Το μόνο κόμμα που θα επιζήσει είναι το κόμμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, ακόμα κι αν σήμερα μπορεί να φαίνεται ανύπαρκτο στους κοντόφθαλμους ορθολογιστές, όπως ακριβώς στον τελευταίο πόλεμο τους φαινόταν ανύπαρκτο το κόμμα του Λένιν και του Λίμπκνεχτ.
Ο Έγκελς έγραφε κάποτε ότι ο Μαρξ και αυτός έμειναν όλη τους τη ζωή στη μειοψηφία και «ένιωθαν περίφημα» έτσι. Οι περίοδες όπου το κίνημα της καταπιεζόμενης τάξης υψώνεται στο επίπεδο των γενικών καθηκόντων της επανάστασης, αποτελούν τις σπανιότερες εξαιρέσεις στην ιστορία. Πολύ πιο συχνές από τις νίκες είναι οι ήττες των καταπιεζομένων. Ύστερα από κάθε ήττα έρχεται μια μακριά περίοδος αντίδρασης που ρίχνει τους επαναστάτες πίσω σε μια κατάσταση σκληρής απομόνωσης. Σε τέτοιες περίοδες, οι ψευτοεπαναστάτες, οι «ιππότες της μιας ώρας», όπως λέει ένας ρώσος ποιητής, ή προδίνουν ανοιχτά την υπόθεση των καταπιεζομένων ή ψάχνουν να βρουν μια φόρμουλα σωτηρίας που θα τους επιτρέψει να αποφύγουν τη ρήξη με κάποιο από τα στρατόπεδα. Στην εποχή μας είναι αδιανόητο να βρεις μια συμφιλιωτική φόρμουλα στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας ή της κοινωνιολογίας –οι ταξικές αντιφάσεις έχουν οριστικά ανατρέψει τη φόρμουλα «αρμονίας» των φιλελεύθερων και των δημοκρατών ρεφορμιστών. Απομένει ο τομέας της θρησκείας και της υπερβατικής ηθικής. Οι Ρώσοι Σοσιαλεπαναστάτες δοκίμασαν να σώσουν τη Δημοκρατία συμμαχώντας με την Εκκλησία. Ο Μαρσό Πιβέρ αντικαθιστά την Εκκλησία με τη Μασονία. Προφανώς, ο Βικτόρ Σερζ δεν έχει βρει ακόμα κοινό κατάλυμα, αλλά δεν έχει δυσκολευτεί καθόλου να βρει μια κοινή γλώσσα με τον Πιβέρ ενάντια στο μαρξισμό.
Δυο τάξεις αποφασίζουν για την τύχη της σύγχρονης κοινωνίας: η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία και το προλεταριάτο. Το τελευταίο καταφύγιο της μπουρζουαζίας είναι ο φασισμός, που αντικαθιστά τα κοινωνικά και ιστορικά κριτήρια με βιολογικά και ζωολογικά στάνταρ και με τέτοιο τρόπο ώστε να ελευθερώνει τον εαυτό του από κάθε περιορισμό στον αγώνα του για την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Ο πολιτισμός μπορεί να σωθεί μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Για να πετύχει την ανατροπή, το προλεταριάτο χρειάζεται όλη του τη δύναμη, όλη του την αποφασιστικότητα, όλη του την τόλμη –πάθος και σκληρότητα. Πρώτα απΆ όλα πρέπει να απελευθερωθεί πλήρως από τις αυταπάτες της θρησκείας, της «δημοκρατίας» και της υπερβατικής ηθικής –τις πνευματικές αυτές αλυσίδες που έφτιαξε ο εχθρός για να το δαμάσει και να το σκλαβώσει. Ηθικό είναι μόνο εκείνο που προετοιμάζει την πλήρη και τελική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής κτηνωδίας και τίποτε άλλο. Η νίκη της επανάστασης –να ο υπέρτατος νόμος!
Μια καθαρή κατανόηση του συσχετισμού ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις –την μπουρζουαζία και το προλεταριάτο στην εποχή της θανάσιμης πάλης τους– μας αποκαλύπτει την αντικειμενική σημασία του ρόλου των μικροαστών ηθικολόγων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η αδυναμία: η κοινωνική αδυναμία, λόγω του οικονομικού ξεπεσμού της μικροαστικής τάξης, η ιδεολογική αδυναμία, λόγω του φόβου της μικροαστικής τάξης μπροστά στο τερατώδες ξέσπασμα της ταξικής πάλης. ΑπΆ αυτό και η επειγότητα του μικροαστού, τόσο του μορφωμένου όσο και του αμόρφωτου, να φρενάρει την ταξική πάλη. Κι αν δεν μπορεί να το πετύχει διαμέσου της αιώνιας ηθικής –και σαφώς δεν μπορεί να το πετύχει– ο μικροαστός ρίχνεται στην αγκαλιά του φασισμού που φρενάρει την ταξική πάλη με τους μύθους και το τσεκούρι του δημίου. Η ηθικολογία του Βικτόρ Σερζ και των ομοίων του είναι μια γέφυρα από την επανάσταση στην αντίδραση. Ο Σουβαρίν βρίσκεται ήδη στην άλλη μεριά της γέφυρας. Η παραμικρή παραχώρηση σΆ αυτές τις τάσεις αποτελεί την αρχή της συνθηκολόγησης με την αντίδραση. Αφήστε αυτούς τους φορείς μόλυνσης να μπολιάζουν με κανόνες ηθικής το Χίτλερ, το Μουσολίνι, τον Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ. Όσο για μας, μας φτάνει το πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης.
Κογιοακάν, 9 του Ιούνη 1939